γράφει ο Ανδρέας Γιάνναρος
Φοβική, γιατί προσπαθούν με ξεπερασμένα εργαλεία ανάλυσης να ερμηνεύσουν τις πολιτικές διεργασίες που συντελούνται, θεωρώντας ότι έτσι βάζουν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και την συντήρηση ενισχύοντας το κοινωνικό τους προφίλ και αμυντική γιατί αδυνατούν να δουν πέραν του εθνικού πλαισίου, όπου σε όλο τον κόσμο, η διεθνοποίηση της οικονομίας και το κύμα των αποκρατικοποιήσεων-διαρθρωτικών αλλαγών (αναμόρφωση παιδείας-ασφάλισης, κοινωνικού κράτους) αποτελεί πλέον κινητήρια δύναμη όχι μόνο για τις χώρες που χρειάζονται παρεμβάσεις λόγω αδύναμων οικονομιών, αλλά και για αυτές που ήδη σημειώνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αλλά και στην Ελλάδα η θεώρηση περί νεοφιλελευθερισμού είναι προβληματική αφού ως γνωστό, διαχρονικά η χώρα εξυπηρετούσε ένα μεγάλο και αναποτελεσματικό δημόσιο, ένα στρεβλό και κρατικιστικό μοντέλο ανάπτυξης, ενώ ο κρατισμός δεν αφορούσε μόνο την επέκταση του κράτους στην οικονομία, αλλά και ένα πολυσύνθετο πλέγμα πολυνομίας και παρέμβασης υπέρ συντεχνιακών και ολιγοπωλιακών συμφερόντων. Από την άλλη, λόγω της δομής της κοινωνίας και της διάρθρωσης της οικονομίας (μικροκαπιταλισμός), δεν είχαμε ουσιαστικά μια εθνική αστική τάξη που θα δυναμιτίσει την αγορά και αντίστοιχα μια εργατική τάξη που θα διευθύνει την παραγωγή και θα διεκδικεί μερίδιο των κερδών της, με αποτέλεσμα η εφαρμογή σοσιαλδημοκρατικών ή φιλελεύθερων πολιτικών να εξαερώνεται από το κορπορατιστικό μοντέλο οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας.
Αυτό ωστόσο που θα μπορούσε να γίνει είναι να υπάρξει η δυνατότητα ανασύνθεσης και ανασυγκρότησης και του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ώστε να μπορεί να υπάρξουν και συναινέσεις και αντιπαραθέσεις πάνω σε ένα κοινά αποδεκτό ευρωπαϊκό πλαίσιο νόμων και κανόνων. Αυτό γίνεται συχνά στο εξωτερικό, όπου σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες συνεργάζονται και διαχειρίζονται προφανώς με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας σημαντικά θέματα που άπτονται μιας γενικής λογικής περί σύνθεσης και συννεόησης.
Οι αιτιάσεις
των κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς και της κυβέρνησης περί
νεοφιλελεύθερης στροφής της Ν.Δ, ξεκινούν από μια φοβική και αμυντική
θεώρηση των πραγμάτων, ερμηνεύοντας λανθασμένα τόσο τις σημερινές
κοινωνικές τάσεις ,όσο και το πολυσύνθετο οικονομικό περιβάλλον, ιδίως
από τότε που η Ελλάδα υπάχθηκε στο μνημόνιο.
Φοβική, γιατί προσπαθούν με ξεπερασμένα εργαλεία ανάλυσης να ερμηνεύσουν τις πολιτικές διεργασίες που συντελούνται, θεωρώντας ότι έτσι βάζουν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και την συντήρηση ενισχύοντας το κοινωνικό τους προφίλ και αμυντική γιατί αδυνατούν να δουν πέραν του εθνικού πλαισίου, όπου σε όλο τον κόσμο, η διεθνοποίηση της οικονομίας και το κύμα των αποκρατικοποιήσεων-διαρθρωτικών αλλαγών (αναμόρφωση παιδείας-ασφάλισης, κοινωνικού κράτους) αποτελεί πλέον κινητήρια δύναμη όχι μόνο για τις χώρες που χρειάζονται παρεμβάσεις λόγω αδύναμων οικονομιών, αλλά και για αυτές που ήδη σημειώνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αλλά και στην Ελλάδα η θεώρηση περί νεοφιλελευθερισμού είναι προβληματική αφού ως γνωστό, διαχρονικά η χώρα εξυπηρετούσε ένα μεγάλο και αναποτελεσματικό δημόσιο, ένα στρεβλό και κρατικιστικό μοντέλο ανάπτυξης, ενώ ο κρατισμός δεν αφορούσε μόνο την επέκταση του κράτους στην οικονομία, αλλά και ένα πολυσύνθετο πλέγμα πολυνομίας και παρέμβασης υπέρ συντεχνιακών και ολιγοπωλιακών συμφερόντων. Από την άλλη, λόγω της δομής της κοινωνίας και της διάρθρωσης της οικονομίας (μικροκαπιταλισμός), δεν είχαμε ουσιαστικά μια εθνική αστική τάξη που θα δυναμιτίσει την αγορά και αντίστοιχα μια εργατική τάξη που θα διευθύνει την παραγωγή και θα διεκδικεί μερίδιο των κερδών της, με αποτέλεσμα η εφαρμογή σοσιαλδημοκρατικών ή φιλελεύθερων πολιτικών να εξαερώνεται από το κορπορατιστικό μοντέλο οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας.
Σήμερα ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που έχει ιδεολογικές
αφετηρίες την σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αριστερά, είναι υπέρ
της μικτής οικονομίας, της άρσης μονιμότητας στο δημόσιο, των
αποκρατικοποιήσεων που θα μεγιστοποιήσουν τα έσοδα του κράτους, της
αξιολόγησης, του κοινωνικού κράτους και όχι γενικά των παροχών. Σε αυτό
το τμήμα λοιπόν οι αιτιάσεις περί νεοφιλελευθερισμού όχι μόνο δεν
ελκύουν ως ανταγωνιστική πρόταση, αλλά αναδεικνύουν και μια αδυναμία
προσέγγισης των σημερινών και πολυσύνθετων κοινωνικών διεργασιών που
αναπτύσσονται (νέοι επιστήμονες, μάνατζερ, δυναμικά νέα στρώματα).
Από
την άλλη επικρατεί μια άποψη μεταξύ και γνωστών προσωπικοτήτων από τον
χώρο του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, ότι η ανάδειξη του
Κ.Μητσοτάκη αρκεί ώστε να γίνει η Ν.Δ η πολιτική εκείνη δύναμη που θα
συγκεντρώσει όλο τον προοδευτικό και αστικό εκσυγχρονιστικό πολιτικό
ακροατήριο προς την δημιουργία μιας μεγάλης αστικής δημοκρατικής
παράταξης. Αυτή άποψη αν και ξεκινάει από μια αφετηρία επανεκκίνησης και
επανίδρυσης κόντρα στο σημερινό πολιτικό σύστημα, δεν λαμβάνει υπόψιν
τους εθνικούς κοινωνικούς συσχετισμούς, αλλά και το οικοσύστημα της
ελληνικής κεντρο-δεξιάς.
Ως γνωστόν το παραδοσιακό ακροατήριο της Ν.Δ
εξακολουθεί να απαρτίζεται από συντηρητικούς ψηφοφόρους, φοβικούς στην
διεθνοποίηση της οικονομίας, την πολιτική παγκοσμιοποίηση, τις ατομικές
ελευθερίες (σύμφωνο,συμβίωσης, μετανάστες) και οποιαδήποτε ενοποίηση με
αυτό το κομμάτι δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα υπέρβασης των
πολιτικών και ιδεολογικών αναφορών. Από την άλλη η ίδια η νέα ηγεσία της
Ν.Δ, όσο και αν επιθυμεί να εκφράσει νέες αντιλήψεις για την πολιτική θα
πρέπει να συγκρουστεί εντός του κόμματος, με βαρονίες, κουρασμένους και
ηττημένους μηχανισμούς που νοιάζονται για τις μικροεξουσίες τους, αλλά
και με την λαϊκή συντηρητική δεξιά που αποτελεί ωστόσο ένα σημαντικό
τμήμα της παράταξης, γεγονός που θα σημάνει και το τέλος της Ν.Δ όπως
την ξέραμε.
Αυτό ωστόσο που θα μπορούσε να γίνει είναι να υπάρξει η δυνατότητα ανασύνθεσης και ανασυγκρότησης και του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ώστε να μπορεί να υπάρξουν και συναινέσεις και αντιπαραθέσεις πάνω σε ένα κοινά αποδεκτό ευρωπαϊκό πλαίσιο νόμων και κανόνων. Αυτό γίνεται συχνά στο εξωτερικό, όπου σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες συνεργάζονται και διαχειρίζονται προφανώς με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας σημαντικά θέματα που άπτονται μιας γενικής λογικής περί σύνθεσης και συννεόησης.
Μπορεί η εκλογή Μητσοτάκη να γίνει καταλύτης της
ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου; Δεν υπάρχει σίγουρη απάντηση, μια
και στο παρελθόν η ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Κ. Σημίτη ενώ
συγκέντρωσε στον πυρήνα του κράτους, ένα ευρύ φάσμα προοδευτικών και
εκσυγχρονιστικών δυνάμεων, δεν ώθησε και σε αντίστοιχες αλλαγές τα άλλα
κόμματα, αφού τόσο η Ν.Δ προτίμησε την ανάδειξη και την σίγουρη επιλογή
του Καραμανλισμού, όσο και ο πάλαι ποτέ ΣΥΝ επί εποχής Ν. Κωνσταντόπουλου
αναδείχθηκε σε πολέμιο του πασοκικού εκσυγχρονισμού και έγινε
προάγγελος για την μετεξέλιξη του ΣΥΝ σε ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα λοιπόν το
πολιτικό κενό ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Ν.Δ υφίσταται όχι όμως ως μια
συναισθηματική επίκληση για την επιβίωση μηχανισμών και χρεοκοπημένων
στρατηγικών, αλλά ως μια επανίδρυση της ιδεολογικής, πολιτικής και
κοινωνικής ατζέντας μιας σύγχρονης μεταρρυθμιστικής αριστεράς και
σοσιαλδημοκρατίας. Στο βαθμό που θα υπάρξει αυτή η εναλλακτική και
διαφορετική πρόταση, θα εξαρτηθεί και το μέλλον της δημοκρατικής
προοδευτικής παράταξης...
Αλλιεύτηκε από την προσωπική σελίδα στο fb, του Αντρέα Γιάνναρου,
και δημοσιεύεται εδώ,
με την άδεια του αρθρογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου