Ανταμώνουν οι φίλοι,
αναζητούν οι ποιητές,
σε κάποιες γειτονιές ανάβουν τα φώτα.
Η πόλη ξυπνάει
στο κορμί σου
Κυριακή πρωί
ΥΓ.1 Καλό ταξείδι!
ΥΓ2. Διαβάζουμε πάντα την Μαργαρίτα
Α.ΣΤΕΓΟΣ 03.01.2016
Σήμερα, ένα διήγημά μου με τίτλο "Μισή ώρα"
Μισή ώρα
Ο
μικρός είχε κινδυνεύσει να πνιγεί στη
γέννα. Μια επιπλοκή και κόντεψε να χάσει
τη ζωή μέσα στα σπλάχνα της μάνας τους.
Ο μεγάλος τον περίμενε, ήσυχος στην
θερμοκοιτίδα, για μισή ώρα. Δίδυμοι
είναι, με μια μικρή διαφορά ήρθαν τελικά,
έτσι γεννήθηκαν, πριν πολλά χρόνια, δυό
υγιέστατα αγοράκια. Τριάντα λεπτά τους
χώριζαν, με αυτόν τον τρόπο, άρχισε η
κοινή τους ζωή. Ο μεγάλος να περιμένει
τον μικρό.
Άρπαζε
πρώτος το βυζί της μάνας τους και άφηνε
τον μεγάλο δεύτερο. Θαρρείς και είχε
ένα προνόμιο, που έμεινε μέσα της μισή
ώρα παραπάνω. Ψήλωσε γρήγορα και πρώτος
έγινε παιδί. Ο μεγάλος ήσυχα, όπως στις
πρώτες στιγμές της ζωής του, περίμενε
τον μικρό. Να φιλήσει την μητέρα, να τον
χαϊδέψει ο πατέρας, να πάρει πρώτος τα
δώρα των παππούδων. Να σηκωθεί και να
ετοιμαστεί για το σχολείο. Εκείνος ήταν
ήδη στην εξώπορτα, όταν ο μικρός έμπαινε
στο μπάνιο. Μισή ώρα διαφορά είχαν, τόση
και η καθυστέρηση στο δημοτικό και στο
γυμνάσιο.
Απομακρύνθηκαν
παραπάνω όταν σταμάτησαν τα γράμματα.
Σχεδόν μαζί, στην ίδια τάξη, αλλά όχι
την ίδια χρονιά. Αποφοίτησε ο μεγάλος
από το γυμνάσιο, τον πήρε μαζί του ο
πατέρας στη δουλειά, έμεινε ο μικρός,
επανέλαβε την τάξη, έσμιξαν πάλι με ένα
χρόνο διαφορά.
Ο
μεγάλος ήξερε, εμποράκος καλός και
ξύπνιος, παραγιός ο μικρός σε πατέρα
και αδελφό. Τσίνισε. Ξίνισε. Αργούσε το
πρωί να ξυπνήσει,έφευγε πιο νωρίς το
μεσημέρι, νωθρός ήτανε και όση ώρα
βρισκόταν στο μαγαζί και δούλευε. Συχνά
ξεχνιόταν στο μικρό καφενείο της αγοράς,
μια ευκαιρία έψαχνε, μια παραγγελία να
κάνει, έμενε για το ουζάρισμά του.
Φουρκισμένος ο μεγάλος περίμενε πάλι.
Συνήθως περισσότερο, φορά τη φορά, από
τριάντα λεπτά.
Ο
πατέρας γερασμένος πια αποχώρησε,
ανέθεσε το μαγαζί στον μεγάλο.Συνετός
αυτός, ψύχραιμα νουθετούσε τον μικρό.
Χωρίς φωνές, αδέλφια ήταν, δίδυμοι, μα
αταίριαστοι, ούτε στο πρόσωπο έμοιαζαν,
ούτε στο σουλούπι. Η ζωή τους, οι συνήθειες,
η καθημερινότητα, τούς χώριζε ακόμα
περισσότρο.
Τώρα
τελευταία, ο μικρός άρχισε να φτιάνει
εκκλησάκια από πηλό.Σαν κι εκείνα των
δρόμων. Έκοψε το καφενείο, στρωνόταν σε
μια γωνιά του μαγαζιού, έπλαθε, έκανε
πάντα ένα ζευγάρι: ένα μεγάλο και ένα
μικρό. Η συλλογή μεγάλωνε συνέχεια, μια
ολόκληρη πλευρά κοσμούσαν τώρα τα
δημιουργήματά του. “Βίτσιο είναι. Θα
του περάσει”, σκεφτόταν ο μεγάλος
και περίμενε. Υπομονετικά, όπως όλα τα
χρόνια της κοινής τους ζωής.
Τους
χώριζαν πολλά, μα διατηρούσαν μιαν
επαφή. Σε κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις
πήγαιναν μαζί και τις Κυριακές στη
θάλασσα. Ήταν η αγάπη, η λαχτάρα του
μεγάλου. Ο μικρός συντροφιά τού έκανε,
τον κοιτούσε να ξεμακράινει, πάντα από
την αμμουδιά. Είχε δεν είχε ακουμπήσει
τα πόδια του στο νερό. Έπινε τον καφέ
του, στο σπίτι ψημμένος στο μπρίκι και
άρχιζε τις μπύρες από το μπαράκι της
παραλίας. Τον άφηνε ο μεγάλος, τραβούσε
για τα βαθιά, ανοιγόταν, γνώριζε ότι όσο
κι αν αργούσε δεν θα χαλούσε το κέφι του
αδελφού του. Εκεί στη μέση του πουθενά
ήταν, ένοιωθε ανάλαφρος. Ηρεμούσε, ήξερε
ότι κανείς δεν τον περίμενε. Άγχη,
υποχρεώσεις και επιταγές δεν είχαν
αντίκρυσμα μέσα στα σπλάχνα της θάλασσας.
Κανείς,
συγγενής, φίλος, γνωστός, συνάδελφος
από την αγορά, κανείς δεν μπορούσε να
πιστέψει ότι πνίγηκε ο μεγάλος. “Ήταν
δεινός κολυμβητής”, ακουγόταν από
όλα τα στόματα. “Ήταν...”, έλεγαν
όλοι αργά το βράδυ της Κυριακής, όταν
μαθεύτηκε το νέο.
Την
Δευτέρα δεν άνοιξε η αγορά. Πάνδημη η
κηδεία του μεγάλου, στον μητροπολιτικό
ναό της επαρχιακής πόλης. Ο μικρός είχε
αναλάβει όλες τις υποχρεώσεις και τα
έξοδα. Δεν μπορούσε να περιμένει κανέναν.
Την
Τρίτη κατέβηκε χαράματα στην παραλία.
Έκοψε καλάμια, έφτιαξε μια σχεδία,
στερέωσε γερά ένα μεγάλο εκκλησάκι και
το `ριξε στη θάλασσα. Το ζευγάρι του το
άφησε στην αμμουδιά. Πριν τις οκτώ άνοιξε
το μαγαζί τους. Κάθισε στη θέση του
αδελφού του και περίμενε να έρθει
Κυριακή.
Νοέμβριος
2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου