Ανταμώνουν οι φίλοι,
αναζητούν οι ποιητές,
σε κάποιες γειτονιές ανάβουν τα φώτα.
Η πόλη ξυπνάει
στο κορμί σου
Κυριακή πρωί.
ΥΓ.1 Καλό ταξείδι!
ΥΓ2. Διαβάζουμε πάντα την Μαργαρίτα
Α.ΣΤΕΓΟΣ 24.01.2016
1. Σημειώσεις πάνω σε χαρτοπετσέτα. Στα σκυλάδικα των νιάτων μας. Με τραγούδια νεανικών νταλκάδων. Άφιλτρα τσιγάρα, που αρνήθηκες. Στιγμές ηδονικές, μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος να κρυφοκοιτάζει στα ανίγματα της κουρτίνας. Αγγίγματα στην απουσία, την παρουσία, στην παραλία.
Σημειώσεις πάνω σε χαρτοπετσέτα. Στα αρώματα της κουζίνας, της αυλής. Στην ανατολή, που είδες μόνη σου. Στη βόλτα, που κάναμε μαζύ.
Όταν ριζώνει η αγάπη φωνή δεν βγαίνει.
2. Κάθε Πέμπτη κατέβαινα πρώτος και άνοιγα το βιβλιοπωλείο. Ο Στέφανος κοιμόταν λίγο παραπάνω και θα έκανε μετά τις εξωτερικές δουλειές του μαγαζιού. Εσύ μόλις είχες απολυθεί... "Από την πιο ηλίθια θητεία της ζωής σου", όπως σου άρεσε να λες. Έβρισκες πάλι τα βήματά σου, τη θέση σου στην πόλη και ζεστό καφέ στο μικρό μέσα δωμάτιο.
Σε περίμενα. Διαβάζαμε την πρώτη σου συλλογή, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ποιήματα για την απώλεια... Ετοίμασες νέες εκδόσεις και στο μυαλό σου έσμιγαν στίχοι, τίτλοι και εξώφυλλα.
Γνωριζόμασταν βδομάδα τη βδομάδα. Ο Στέφανος σπάνια περνούσε από το βιβλιοπωλείο την Πέμπτη.
3. Παραμονές του ραδιοφώνου
Οι φωνές άγγιζαν όλο το δωμάτιο. Απλωνόταν, έπεφταν, συναντούσαν τα ποτήρια του κρασιού. Ανέβαιναν πάλι κόκκινες. Ποτέ δεν είχαμε τζάκι στο σπίτι. Μια ζεστασιά υποστηρίζαν τα κορμιά μας` και όταν έμεινες μόνη, άνοιγες πάντα το ραδιόφωνο. Έτσι μου είχες γράψει σε κείνο το γράμμα, που με βρήκε στη Σαλονίκη, πριν από δέκα χρόνια.
Έχω ακόμα την ίδια συνήθεια και στο είχα ήδη γράψει από τότε. Απαντώ αμέσως.
4. Έλυνες κόμπους
Καθισμένη σε αρχαίες σκουριές
Κοντά στη θάλασσα
Κοντά στην αρμύρα
Έλυνες κόμπους ζωής.
5. [απόσπασμα]
Η ζωή της κυλούσε, ξοδεύοταν, χανόταν
στην αναζήτηση. Ανακάλυπτε νέα στέκια,
νέους άντρες, νέα θύματα για μια βραδιά
και ήξερε, ήθελε και μπορούσε να τα
διώξει από το κρεββάτι της το επόμενο
απόγευμα. Λογαριασμό δεν έδινε σε
κανέναν. Ο μακαρίτης την αγάπησε πολύ
και της άφησε μια σεβαστή περιουσία.
Όχι όλα του τα υπάρχοντα αλλά ακριβώς
τα μισά., τα χώρισε ο τζαναμπέτης με την
εκκλησία. Ήθελε να σώσει την ψυχή του,
ο έρμος, να καλύψει τις αμαρτίες του, να
βρεθεί αν όχι κοντά στον θεό, δίπλα στους
αγγέλους. Μα και με τα μισά, καλά είναι.
Έφυγε όταν έπρεπε και έφτιαξε χωρίς
να το ξέρει έναν διάβολο στη γη. Με το
πρώτο ουϊσκι το αποφάσισε. Απόψε θα
πήγαινε στα όρια της πόλης, εκεί κοντά
στο παλιό λιμάνι. Είχε μιαν άλλη μυρωδιά.
Χαμηλά φώτα, αλάτι, εργάτες, γερούς και
ξένους. Στα γουρσουσάδικα συναντιόνται,
έπιναν ξεροσφύρι, έβριζαν ο ένας τον
άλλον, έβριζαν όλοι μαζί τους άλλους.
Την ήξερε καλά τη γειτονιά. Η πόλη ήτανε
μικρή. Νέα και συνήθειες γινόταν αμέσως
γνωστά. Και η πόλη την ήξερε αλλά δεν
μιλούσε. Η Κρίστη ήταν πάντα η σύζυγος
του μακαρίτη, του ευεργέτη. Στο όνομά
του είχε ανεγερθεί το ορφανοτροφείο,
για όλα τα παιδιά που δεν γνώρισαν ή
έχασαν τους δικούς τους. Της έδειχναν
μεγάλο σεβασμό αν και γνώριζαν τον βίο
της. Άντρες και γυναίκες δεν κρατιόταν
και πολύ στις ιδιαίτερες στιγμές τους,
Αλλά δημόσια ποτέ. Εκείνη δεν έδινε
σημασία, δεν έδινε λογαριασμό σε κανένα.
Άπλωσε ένα φίνο απαλό λάδι σε όλο της
το σώμα, τα στήθια της ήταν στητά και
βαριά, η μέση της λεπτή, οι γοφοί σφικτοί,
τα πόδια της ατελείωτα. Ντύθηκε, βάφτηκε,
αρωματίστηκε προσεκτικά. Στα μαύρα
ολόκληρη, πέρασε ένα μωβ φουλάρι στο
λαιμό και ένα δερμάτινο σακάκι για το
τέλος. Όταν κοιτάκτηκε στον καθρέπτη
χαμογέλασε ικανοποιημένη. “Άπόψε
είμαι όσο πρέπει”, μονολόγησε, πήρε
τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έκλεισε
την πόρτα. [προδημοσίευση]
υγ. Είδες πως έρχονται οι μέρες; Καπάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου