Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα
θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που
διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να
αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες
της κριτικής οδηγούν την παρουσίαση.
γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ
Η κατάπτωση μιας γενιάς ως μυθοπλαστική αφήγηση
Στον τίτλο του πρώτου λογοτεχνικού βιβλίου του Μάκη Καραγιάννη (Ο καθρέφτης και το πρίσμα,
Νεφέλη, 2007) καθρεφτιζόταν το σύνθετο και διαθλασμένο είδωλο της ζωής
και της πραγματικότητας, καθώς και η γόνιμα αφομοιωμένη επιρροή από έναν
λογοτέχνη παγκόσμιου εκτοπίσματος, τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Στο Όνειρο του Οδυσσέα πέρα από τις παραπομπές στον Οδυσσέα
του Τζέημς Τζόυς (τίτλος, ηχοφθογγολογική συγγένεια στα ονόματα των
πρωταγωνιστών -Στέφαν Δαίδαλος και Στέφανος Δενδρινός- κεντρικό χρονικό
σημείο η 16η Ιουνίου, κ.ά.), κατοπτρίζονται και η βιωμένη ζωή και η
ιστορική συνθήκη, ζυμωμένες, βέβαια, με τη δημιουργική μαγιά της
μυθοπλασίας.
Στο μυθιστόρημα οικοδομείται η κατάπτωση της γενιάς της
Μεταπολίτευσης. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της κατάπτωσης ο πανεπιστημιακός
καθηγητής Στέφανος Δενδρινός και μοχλός της διερεύνησης και της
κατάδειξης της κατάπτωσης, ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής. Η έλλογα
ελεγχόμενη συγγραφική αυτοαναφορικότητα σε καλά υπολογισμένες δόσεις
εμπλουτίζει τον αφηγηματικό ιστό. Δείγματος χάριν (σ. 124-125): Μέχρις εδώ ήταν η εύκολη δουλειά. Το δύσκολο ήταν άλλο. Το
ανακάλυψα όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Έπρεπε να δώσω φωνή
στον Στέφανο και στα πρόσωπα της ιστορίας. Να βρω τις κατάλληλες λέξεις.
Να είμαι δίκαιος με όλους. Έπρεπε να καταλάβω τις ελπίδες και τα όνειρά
τους. Τους βαθείς αναστεναγμούς που δημιουργούν τις ρυτίδες των
ανθρώπων. Γι’ αυτό έψαξα. Μπήκα στη θέση των άλλων [...] Εκείνο
που αξίζει όμως είναι η επική προσπάθεια του ανθρώπου να βρει την
αλήθεια. Από την ατέρμονη αυτή διαδικασία, από τον χαμένο παράδεισο,
μένει μια σημαντική λέξη. Γ ι α τ ί.
Η ανάμειξη των αφηγηματικών φωνών και οι σποραδικές απομακρύνσεις από
την «ευθύγραμμη» παραδοσιακή διήγηση υποβάλλουν μία σύνθετη και
πολύμορφη πραγματικότητα, που εγκιβωτίζει την περιπλοκότητα τόσο της
εξατομικευμένης ανθρώπινης ύπαρξης όσο και της κοινωνίας ως δυναμικής. Η
πολιτική δράση και ο έρωτας συμβάλλουν στην οικονομία της αφήγησης και
στη σφαιρική σκιαγράφηση των λογοτεχνικών χαρακτήρων. Επίσης, μέσα από
την εκτύλιξη της πλοκής αναδεικνύεται το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης
και αρκετές λεπτομέρειές του, ακριβώς γιατί η Θεσσαλονίκη συγκροτεί το
σκηνικό του μυθιστορήματος. Επειδή η πόλη υποβάλλεται ως διακριτικό
φόντο και δεν επιβάλλεται με κραυγαλέες περιγραφές, τελικώς ανορθώνεται
με τους δρόμους, τις πλατείες, τα στέκια, την ανθρωπογεωγραφία της, το
δύσκολο παρόν της και το βαρύ παρελθόν της.
Υπάρχει μία παλιά αφηγηματική στρατηγική, που είναι στη βιβλιογραφία
γνωστή με τον γαλλικό όρο «mise en abyme» και θα την προσδιορίζαμε ως
«μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα». Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι
ότι υπάρχει έργο μέσα στο έργο, εφόσον ένας από τους ήρωες είναι δυνάμει
και μυθοπλαστικά συγγραφέας, ο οποίος προσπαθεί να ολοκληρώσει το δικό
του έργο. Ο Οδυσσέας Πανταζής δεν περιγράφει απλώς ως αφηγητής τον βίο
και την πολιτεία του Στέφανου Δενδρινού, αλλά βασισμένος στις σημειώσεις
τού τελευταίου διαμορφώνει μία ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία σε
διανθισμένη με ποικίλα στοιχεία μυθιστορηματική βιογραφία. Η αναφερθείσα
τεχνική ανιχνεύεται ήδη στο Δάφνις και Χλόη του Λόγγου και στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Στα τριάντα τέσσερα από τα τριάντα έξι θεατρικά έργα του Σαίξπηρ (εξαιρούνται μόνο ο Μάκβεθ και το Ρωμαίος και Ιουλιέτα)
ενσωματώνεται ένα μικρότερο δράμα ως καθρεφτισμένη μικρογραφία της
κεντρικής πλοκής. Η mise en abyme ανιχνεύεται σε μυθιστορήματα του Αντρέ
Ζιντ, στο επηρεασμένο από τον Ζιντ μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, στον Κίτρινο φάκελο του Μ. Καραγάτση και σε πολλά ακόμη πεζογραφήματα. Το όνειρο του Οδυσσέα
είναι ένας ακόμη λειτουργικός κρίκος στη σχετική αλυσίδα που συγκροτούν
ενδιαφέροντα μυθιστορήματα της -εν ευρεία εννοία- σύγχρονης παραγωγής,
από τα οποία θα αναφέρουμε μόνο τέσσερα : Εις τον πάτο της εικόνας (1990) της Μάρως Δούκα, Το Παρτάλι (2001) του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, Σπάνια χιονίζει στα νησιά (2001) του Δημήτρη Μίγγα, Τα δώρα του πανικού (2006) του Κοσμά Χαρπαντίδη.
Από ορισμένα σημεία του κειμένου και ως αντίστιξη στην κυνικότητα και
στην πεζότητα ορισμένων περιγραφόμενων συμπεριφορών αναδύεται μια
λυρική αύρα: η Τζούλια, π.χ., αποκαλείται «Ρόδο της Μολδαβίας» (σ. 229),
η φωνή της χαρακτηρίζεται «μελιστάλαχτη» και τα χείλη της «υγρά».
Υπάρχει όμως και κάτι πιο συγκεκριμένο και φιλολογικά ερεθιστικότερο :
οι διακειμενικά ανιχνευόμενες και λειτουργικά αφομοιωμένες αναφορές σε
συγκεκριμένους στίχους ποιητών. «Τα θερμά κηρύγματα του μητροπολίτη της
Αγιωτάτης Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως» (σ. 17) δεν γίνεται
παρά να ανακαλέσουν το μικρό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που
εδράζεται στη δραστική ερώτηση: «ψωριάρες φτωχογειτονιές/ πού βρήκατε
τόσο παχιά ομοιοτέλευτα;». Το «Κι αυτοί να προχωρούν στα σκοτεινά» (σ.
33) αναπλάθει το «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε/ στα σκοτεινά προχωρούμε» του
σεφερικού «Τελευταίου Σταθμού», ενώ στους χαρακτηρισμούς «ανίδεη και
χορτάτη» (σ. 97) για την ξεφτισμένη γενιά της Μεταπολίτευσης υποφώσκουν
οι «ανίδεοι και χορτάτοι» σύντροφοι του Οδυσσέα από το ποίημα του Σεφέρη
«Οι σύντροφοι στον Άδη». «Έναν ώμο ν’ ακουμπήσουν την πίκρα τους» (σ.
223) έχουν βρει οι βολεμένοι του έρωτα στο «Ενός λεπτού σιγή» και πάλι
του Χριστιανόπουλου. Στον Καρυωτάκη, «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» είναι οι
ποιητές, στον Καραγιάννη (σ. 221) είναι οι παλιές αγάπες. Οι «παλιοί
δρόμοι» του Μανόλη Αναγνωστάκη ξεφυτρώνουν στη σελ. 287, με ρητή αναφορά
στο όνομα του ποιητή, ενώ ο Σεφέρης επανέρχεται με «το ποτάμι της ζωής
που κυλάει διαρκώς ανάμεσα στα δάχτυλα» (σ. 244) και με την αναφώνηση
«Δικαιοσύνη» (σ. 313), που εκφέρεται και από τον Οδυσσέα του Καραγιάννη
και από τον ποιητή στους «Αργοναύτες» της ποιητικής σύνθεσης Μυθιστόρημα. Επανέρχεται και ο Καρυωτάκης (σ. 299) με το «Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία».
Με αφορμή την αναφορά του συγγραφέα στον επιφανέστερο εκπρόσωπο της
λεγόμενης «σκληρής τάσης» του αστυνομικού μυθιστορήματος, δηλαδή στον
Ρέιμοντ Τσάντλερ (σ. 286), να σημειωθεί ότι από το Όνειρο του Οδυσσέα
δεν απουσιάζουν οι γόνιμα αφομοιωμένες επιρροές από την αστυνομική
λογοτεχνία. Δεν πρόκειται τόσο για τη δολοφονία του Στέφανου Δενδρινού,
θανάτωση άδοξη και συνδεόμενη με τον υπόκοσμο, με έναν κόσμο δηλαδή που η
επαναστατική ταυτότητα της νιότης δεν προοιωνιζόταν. Πρόκειται κυρίως
για το ότι ο Οδυσσέας Πανταζής είναι ήρωας βγαλμένος από την «νουάρ»
λογοτεχνική έκφραση: περιπλάνηση, νύχτα, θυμοσοφία, συμφιλίωση με τη
ματαιότητα των ανθρωπίνων, μοναξιά, διάψευση ιδανικών και μοιραίες
γυναίκες, από τις οποίες όμως μία, τουλάχιστον, η Μιράντα, δείχνει
διατεθειμένη να του προσφέρει τη συντροφικότητα και την πλήρωση,
σωματική και συναισθηματική.
Το μυθιστόρημα με υλικό τη ζωή του Στέφανου Δενδρινού συγκροτεί το
χρονικό ενός ξεπεσμού. Αναδεικνύει τα ιστορικά συμφραζόμενα και ψηλαφεί
το ξέφτισμα μιας γενιάς, που ξεκίνησε με ιδανικά και οράματα, τα οποία
αφανίστηκαν μέσα στον κυνισμό, στην υπερκατανάλωση, στην αγωνιώδη μα
υπαρξιακά ατελέσφορη προσπάθεια για ιδιοτελή κοινωνική ανέλιξη. Όμως η
ζωή συνεχίζεται. Καινούργιες γενιές θα έρθουν στο προσκήνιο, άλλοι
άνθρωποι θα γεμίσουν με τα βιώματα και τις ιδέες τους τη Θεσσαλονίκη,
την Ελλάδα, τον κόσμο. Οι άνθρωποι σπανίως διδάσκονται από τα λάθη των
προγενεστέρων, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Η ελπίδα όμως για κάτι
καλύτερο δεν πρόκειται να σβήσει. Ως επίλογο παραθέτουμε λίγα λόγια του
Οδυσσέα Πανταζή (σ. 192), που διαθέτουν ευκρινές ιδεολογικό στίγμα και
αναφέρονται σε περιφερειακά αλλά συγκινησιακώς δραστικά λογοτεχνικά
πρόσωπα: Νιώθω ότι από την εποχή της Κλυταιμνήστρας το ζώο εξακολουθεί να
φωλιάζει μέσα μας. Όμως, μέσα στη νύχτα των αιώνων κάποιες φωτεινές
αναλαμπές, σαν τη χειρονομία του Λευτέρη Αϊβάζη με το ζεστό ψωμί ή το
νεύμα του ταγματάρχη Μαρινάκη, θα αποτελούν μια γλυκιά αντίστιξη σ’ ένα
απέραντο τοπίο από θανάτους και αίμα. Θα δείχνουν ότι τα πράγματα
μπορούν να είναι κι αλλιώς. Ότι τίποτε δεν είναι αδιανόητο. Ότι πάντα θα
υπάρχει ελπίδα.
Ο Δημήτρης Κόκορης είναι φιλόλογος και κριτικός, διδάσκων του ΑΠΘ
πηγή: εφημερίδα Η ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου