γράφει ο Γιώργος Τσιάκαλος
Πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οι αναφορές
πολιτικών στο γνωστό απόφθεγμα, σύμφωνα με το οποίο, δεν υπάρχει πιο
επικίνδυνος άνθρωπος από τον αχάριστο. Σχημάτισα πάντως την εντύπωση ότι οι
περισσότεροι βλέπουν στην αχαριστία μια απειλή για το σύστημα ανήθικης-
συναλλαγής, στο οποίο, γενιές ολόκληρες πολιτικών θεμελίωσαν τη σταδιοδρομία
και τη ζωή τους.
Όμως, για την κοινωνία αλλού βρίσκεται η επικινδυνότητα του
φαινομένου της αχαριστίας.
Η φύση των αχάριστων ανθρώπων και οι γενεσιουργές
αιτίες της αχαριστίας έχουν περιγραφεί ήδη από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστική είναι
η σχετική περιγραφή του Καρτέσιου στο έργο του «Τα πάθη της Ψυχής» («Εκδόσεις
Κριτική», σελ. 217): «Το ελάττωμα αυτό χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους
ανάλγητους και ηλίθια υπερόπτες ανθρώπους που θεωρούν ότι τα πάντα τους ανήκουν
δικαιωματικά ή τους ανόητους που δε συλλογίζονται καθόλου τις ευεργεσίες που
δέχονται ή τέλος τους ανίσχυρους και ελεεινούς εκείνους οι οποίοι, έχοντας
συναίσθηση της αδυναμίας τους και της ανάγκης στην οποία βρίσκονται, επιζητούν
με ευτελείς μεθόδους την έμπρακτη υποστήριξη των άλλων, όταν όμως έχουν ήδη
δεχθεί τη βοήθειά τους, τους μισούν, επειδή θεωρούν ότι τους εξαπάτησαν. Και
τούτο συμβαίνει, είτε διότι δεν έχουν την απαραίτητη βούληση, για να τους
ανταποδώσουν την ευεργεσία, είτε διότι έχουν αποβάλει κάθε ελπίδα ότι θα
μπορέσουν να την ανταποδώσουν και φαντάζονται ότι όλοι είναι ιδιοτελείς όπως
και οι ίδιοι και ότι κανείς δεν πράττει το καλό, αν δεν ελπίζει να ανταμειφθεί
γι’ αυτό».
Η παρατήρηση ότι η αχαριστία αφορά κατά κανόνα
«ανόητους» ή «ηλίθια υπερόπτες» ενισχύεται από το γεγονός ότι στις περισσότερες
ευρωπαϊκές γλώσσες οι λέξεις «ευχαριστώ» και «σκέπτομαι» είναι συγγενείς μεταξύ
τους (thank και think στα αγγλικά, danken και denken στα γερμανικά), έτσι ώστε
η ικανότητα ενός ανθρώπου να δείξει ευγνωμοσύνη συσχετίζεται με την ικανότητα
της περισυλλογής και της μνήμης. Άλλωστε και η ελληνική λέξη «ευγνωμοσύνη»
δείχνει τη σχέση με τη γνώση και την ικανότητα διαμόρφωσης γνώμης.
Απ’ όλα τα δεδομένα φαίνεται ότι το βίωμα της αχαριστίας μοιάζει μ' εκείνο του βιασμού: η αποκάλυψή του συνοδεύεται από έντονη αμηχανία και από το φόβο του θύματος ότι θα ενοχοποιηθεί το ίδιο, ενώ το σημαντικότερο επακόλουθο είναι η γένεση και η διατήρηση μιας γενικευμένης δυσπιστίας απέναντι στους ανθρώπους. Η διστακτικότητα των ανθρώπων να αποκαλύψουν την αχαριστία, που βίωσαν, σχετίζεται με το γεγονός ότι κανείς δεν έχει το (ηθικό) δικαίωμα να απαιτήσει ευγνωμοσύνη, αφού το κύριο χαρακτηριστικό της ευεργεσίας είναι ότι γίνεται χωρίς την προσδοκία της ανταμοιβής. Γι' αυτό η καταγγελία της αχαριστίας συχνά γίνεται μπούμερανγκ, αφού επιστρέφει ως μομφή, διότι «αποδεικνύει», δήθεν, ότι ο ευεργέτης προσδοκούσε ανταμοιβή για την πράξη ευεργεσίας (και «συνεπώς» δεν αξίζει την ευγνωμοσύνη). Έτσι οι αχάριστοι, παρόλο που είναι φανερή η ευτέλειά τους, εμφανίζονται να υπερασπίζονται την προσωπική ανεξαρτησία τους ενάντια στον ευεργέτη που, δήθεν, επιδιώκει να τους καθυποτάξει με μέσον την ευγνωμοσύνη.
Απ’ όλα τα δεδομένα φαίνεται ότι το βίωμα της αχαριστίας μοιάζει μ' εκείνο του βιασμού: η αποκάλυψή του συνοδεύεται από έντονη αμηχανία και από το φόβο του θύματος ότι θα ενοχοποιηθεί το ίδιο, ενώ το σημαντικότερο επακόλουθο είναι η γένεση και η διατήρηση μιας γενικευμένης δυσπιστίας απέναντι στους ανθρώπους. Η διστακτικότητα των ανθρώπων να αποκαλύψουν την αχαριστία, που βίωσαν, σχετίζεται με το γεγονός ότι κανείς δεν έχει το (ηθικό) δικαίωμα να απαιτήσει ευγνωμοσύνη, αφού το κύριο χαρακτηριστικό της ευεργεσίας είναι ότι γίνεται χωρίς την προσδοκία της ανταμοιβής. Γι' αυτό η καταγγελία της αχαριστίας συχνά γίνεται μπούμερανγκ, αφού επιστρέφει ως μομφή, διότι «αποδεικνύει», δήθεν, ότι ο ευεργέτης προσδοκούσε ανταμοιβή για την πράξη ευεργεσίας (και «συνεπώς» δεν αξίζει την ευγνωμοσύνη). Έτσι οι αχάριστοι, παρόλο που είναι φανερή η ευτέλειά τους, εμφανίζονται να υπερασπίζονται την προσωπική ανεξαρτησία τους ενάντια στον ευεργέτη που, δήθεν, επιδιώκει να τους καθυποτάξει με μέσον την ευγνωμοσύνη.
Όμως η επιτυχία τους αυτή θεμελιώνεται επάνω σε μια παρεξήγηση: πολλοί ταυτίζουν την αχαριστία με την έλλειψη ευγνωμοσύνης. Στην πραγματικότητα η αχαριστία είναι το αντίθετο της ευγνωμοσύνης, με τον ίδιο τρόπο που το αντίθετο της συμπάθειας δεν είναι ή έλλειψη συμπάθειας αλλά η αντιπάθεια, το αντίθετο της αγάπης δεν είναι η έλλειψη αγάπης αλλά το μίσος, κοκ. Συνεπώς, η καταγγελία της αχαριστίας δεν έχει καμιά σχέση με την επιθυμία απολαβής καρπών για μια πράξη ευεργεσίας, αλλά αποτελεί καταδίκη μιας ιδιάζουσας επιθετικής συμπεριφοράς, που έχει ως αίτιο την αδυναμία του ευεργετούμενου να ζήσει με τη γνώση ότι μια συγκεκριμένη επιτυχία οφείλεται στην ανιδιοτελή πράξη του ευεργέτη του. Γι’ αυτό, αν και ο ευεργέτης δεν επιτρέπεται να απαιτεί ευγνωμοσύνη ούτε επιτρέπεται να την αποδέχεται ως χειροπιαστό ωφέλημα για τον ίδιο, έχει προφανώς δικαίωμα να καταγγέλλει την αχαριστία. Θεωρώ ότι έχει επίσης υποχρέωση να το κάνει, επειδή η αχαριστία αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα.
Είναι αλήθεια ότι συνήθως το φαινόμενο προσεγγίζεται σαν να αφορά αποκλειστικά τις σχέσεις ανάμεσα σε δύο άτομα. Στο πλαίσιο αυτό σε κάποιες περιπτώσεις η προσοχή επικεντρώνεται στη φύση της αχαριστίας, σε άλλες στην ηθική σημασία της, και αλλού στον τραυματισμό των ανθρώπων που την υφίστανται. Θεωρώ όμως ότι η σημαντικότερη όψη, η οποία αναδεικνύει την αχαριστία ως κοινωνικό πρόβλημα, συμπυκνώνεται στο απόφθεγμα του Πουμπλίλιου του Σύρου (που αποτελεί τον τίτλο του κειμένου μου): «Ένας αχάριστος πληγώνει όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν». Δηλαδή, την αχαριστία ενός ανθρώπου την πληρώνουν όλοι οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη των άλλων, επειδή κάθε πράξη αχαριστίας στον κόσμο τρέφει τη διστακτικότητα των ανθρώπων να προσφέρουν στους άλλους πέραν από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους.
Θα αντιληφθούν, άραγε, ποτέ οι πολιτικοί, που μιλούν για αχαριστία, πόσο μεγάλος είναι ο δικός τους ρόλος στην αχαλίνωτη εξάπλωση αυτού του κοινωνικού προβλήματος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου