κάθε Κυριακή απόγευμα στο "τετράδιο εξόδου"...
[με απόφαση του αρχισυντάκτη]
[ περίληψη προηγουμένων]
Η κ. Μωβ με ελαφριά διάσειση και ο Θ.Κόκκινος τραυματισμένος βρίσκονται σε κεντρικό νοσοκομείο της πόλης, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα. Ο Κ. τηλεφωνεί στον αρχηγό και δίνει αναφορά. Δέχεται αυστηρή κριτική και έναν μπάτσο στο "κεφάλι" του. Ο Λ. μέσα στο νοσοκομείο παρακολουθεί τις εξελίξεις.
Η κυρία Μωβ δεν είχε ξυπνήσει. Στο γαλήνιο πρόσωπό της κανένας θόρυβος δεν επέφερε την παραμικρή αλλαγή. Είχε βυθιστεί σε βαθύ ύπνο, τα χαλαρωμένα χέρια της έξω από την λιλά κουβέτρα του θαλαμού, έδειχναν να βρίσκεται, να είναι σε ταξίδι μακρινό. Έξω από τη Σαλονίκη, έξω από την καθημερινότητά της.
Οι κινήσεις του Κόκκινου ήταν αθόρυβες. Η είσοδός του στο δωμάτιο έμοιαζε με λεπτή χειρουργική επέμβαση. Στα χέρια του δεν κρατούσε το νυστέρι του χειρουργού, αλλά ένα ματσάκι λιγοστά λουλούδια, που μόλις είχε κόψει από το προαύλιο του νοσοκομείου. Πάτησε στις μύτες των ποδιών του, βεβαιώθηκε ότι η ασθενής δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία του, άφησε τα λουλούδια στα αριστερά της και κάθησε στην πολυθρόνα του μονόκλινου δωματίου.
"Τόσες και τόσες ώρες, εδώ μέσα, που να τα θυμάμαι όλα τα περισταρικά που έχω αντιμετωπίσει, τόσες κοπιαστικές, αγχωτικές στιγμές, πάνωα από σώματα και χρόνια, τόσα χρόνια πάνω στο δικό μου σώμα, μια στιγμή, μια ώρα χαλάρωσης είναι για μένα!", σκέφτηκε και άπλωσε το κορμί του να ξεκουραστεί. Μέσα στο πνιγηρό κλίμα του νοσοκομείου, των υπερράριθμων ασθενών, των λιγοστών γιατρών και των πολύπαθών νοσοκόμων, τούτο το μονόκλινο, που του παραχωρήθηκε, έμοιζε με λιτή σουίτα επαρχιακού ξενοδοχείο, με τη διαφορά ότι δεν το είχαν επιλέξει οι ίδιοι, η κυρία Μωβ και εκείνος, να μείνουν εκεί.
"Αν δεν ξυπνήσει δεν μπορούμε να πούμε και το ποτέ θα φύγεται", ήταν η πρώτη διαπίστωση του νεαρού ειδικευόμενου, που είχε φροντίσει την φίλη του και ο Κόκκινος διέτρεξε τις παραδόσεις του στο κεφάλαιο "εγκεφαλική διάσειση". Στην δική τους περίπτωση είχε προστεθεί, ευτυχώς, η μικρή λεξούλα "ελαφριά"...
Σηκώθηκε και τράβηξε την κουρτίνα. Το πανεπιστήμιο ήταν φωτισμένο, η φιλοσοφική σχολή φωτεινή και η πλατεία του Χημείου άδεια. Μια απόλυτη ηρεμία βασίλευε. Αν δεν έβλεπε έναν παλαβό να φέρνει κύκλους γύρω από έναν τηλεφωινό θάλαμο, θα υπέγραφε ότι όλη η πόλη ήταν γύρω από μια οικογενειακή θαλπωρή, μέσα στα σπίτια της. Άνοιξε την πόρτα του μικρού μπαλκονιού. Ένας γδούπος και μια σκιά που έπεφτε τον επανέφερε αστην προηγούμενη σκέψη του. "Α, και ένα αδέσποτο ζωντανό μένει έξω αυτό το ήσυχο βράδυ"...
Με το πρώτο τσιγάρο ένοιωσε δυνατός. Θυμήθηκε και ψαχούλεψε το τραύμα του. Πόνεσε και η δεύτερη τσούρα του έδωσε την ικανοποίηση που ο κανπιστής είχε στερηθεί τις προηγούμενες ώρες. "Μια λεπτή, δύσκολη και πολύωρη χειρουργική επέμβαση", μονολόγησε και έμεινε στα δεξιά του να κοιτά την μεγάλη άδεια πλατεία.
Η νύχτα θα ήταν μεγάλη, βεβαιώθηκε με μια κίνηση ότι το πακέτο του είναι γεμάτο και τράβηξε αμέσως ένα δεύτερο τσιγάρο. "Παλιά δεν είχαμε ούτε αναπτήρα...". Μια σκέψη που τον πήγε σαράντα χρόνια πίσω...
[συνεχίζεται]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου