Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες της κριτικής οδηγούν την παρουσίαση.
Σελιδοδείκτης : Η ΝΙΚΗ Χρήστος Χωμενίδης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014
γράφει η κ. Κατερίνα Σχινά
Ατομικά και συλλογικά πεπρωμένα
Υπήρχε κάποτε ένα κορίτσι, που το έλεγαν Νίκη. Γεννήθηκε στους κόλπους
μιας οικογένειας ιδιαίτερης, πολιτικά στρατευμένης, ταγμένης στην ιδέα
της κοινωνικής δικαιοσύνης, πιστής στην τελεολογική δύναμη του Κόμματος
να αλλάξει τον κόσμο. Έζησε σε μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτικής
προσήλωσης στον σκοπό· σε ένα σπίτι όπου η αυταπάρνηση αποτελούσε τον
κανόνα, η αφοσίωση στην ιδεολογία ήταν αυτοθυσιαστική, το πολιτικό
έφραζε αποπνικτικά τους πόρους της καθημερινότητας. Έζησε επτά χρόνια
μακριά από τον κόσμο, μ’ ένα ξένο όνομα που απεχθανόταν και με τη γνώση
ότι αν αποκαλυπτόταν, οι γονείς της κινδύνευαν να εκτελεστούν. Η μόνη
της διέξοδος ήταν μια ολιγόωρη απόδραση την εβδομάδα, μια βόλτα με τη
θεία της "άλλης πλευράς". Δεν έπαιξε στον δρόμο, δεν έκανε φίλους, δεν
πήγε σχολείο, διδάχθηκε από τον πατέρα της "κατ’ οίκον". Αλλά μέσα στην
ασφυκτική επαναληπτικότητα μιας καθημερινής κοινοτοπίας, με ελάχιστες
προσλαμβάνουσες και με τον φόβο του χαφιέ διαρκώς παρόντα (τόσο που η
στροφή του κεφαλιού προς τα πίσω, για να ελεγχθεί το πεδίο και να
πιστοποιηθεί ότι καμιά σκιά δεν ακολουθεί την ηρωίδα μας, θα γίνει τικ
που θα την ακολουθήσει διά βίου), η Νίκη θα ανακαλύψει τη μυστηριώδη
δύναμη του ασήμαντου, την τερπνότητα του συνηθισμένου, θα κατορθώσει να
αντλήσει απόλαυση από το ελάχιστο και θα προετοιμαστεί για μια θριαμβική
έξοδο προς τη ζωή με όχημα τον έρωτα.
Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη είναι, εν πολλοίς, ένα μυθιστόρημα μαθητείας. Παρακολουθώντας την ενηλικίωση της κεντρικής ηρωίδας του, που δεν είναι παρά η μητέρα του Νίκη Νεφελούδη, κόρη ενός επιφανούς (αν και εν πολλοίς ακυρωμένου μέσα στο ανθρωποφαγικό κομματικό κλίμα της εποχής) στελέχους της Αριστεράς, του Βασίλη Νεφελούδη, ο συγγραφέας ανατρέχει παράλληλα στην ιστορία της πολύκλαδης οικογένειάς του και ανασυνθέτει το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Παρ’ όλο, ωστόσο, το εύρος του εγχειρήματος, ο Χωμενίδης θα συμπεριφερθεί έναντι της Ιστορίας όπως ο σκηνογράφος που τακτοποιεί σε ένα αφηρημένο σκηνικό μερικά αντικείμενα απαραίτητα για τη δράση· θα αλλάξει τα ονόματα των πρωταγωνιστών του (ο Βασίλης Νεφελούδης, για παράδειγμα, θα γίνει Αντώνης Αρμάος) μετατρέποντας τα ιστορικά πρόσωπα σε λογοτεχνικές περσόνες, και θα μεταχειριστεί τις ιστορικές περιστάσεις με τη μεγαλύτερη οικονομία, μη συγκρατώντας παρά εκείνες που αναφλέγουν υπαρξιακά τους ήρωές του. Τα ιστορικά γεγονότα θα διηθηθούν μέσω της θερμής υποκειμενικότητας της Νίκης, και το πικρό ίζημα της πολύχρονης δοκιμασίας της θα αποβληθεί. Στη θέση του θα μείνει η λαγαρή φρεσκάδα μιας απροκατάληπτης ματιάς απέναντι στα πράγματα και στους ανθρώπους, η οποία θα τους απογυμνώσει από το στενό ένδυμα της ιδεολογίας και θα αναδείξει την πολύπλοκη, αντιφατική τους φύση. Ούτε άγιοι οι αριστεροί ούτε δαίμονες οι δεξιοί, έστω κι αν κάποιοι απ’ αυτούς ενέδωσαν στον δωσιλογισμό. Αυτό που έχει εδώ σημασία, και που το επιτυγχάνει με αφοπλιστική ευθύτητα ο Χωμενίδης, είναι να κατανοηθούν οι χειρονομίες και οι συμπεριφορές ανθρώπων που βρέθηκαν παγιδευμένοι στη δίνη μιας κρίσιμης ιστορικής στιγμής. Μας το είπε, εξάλλου, με μεγάλη ακρίβεια, πριν από χρόνια, ο Μίλαν Κούντερα: ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ούτε ιστορικός ούτε προφήτης: είναι εξερευνητής της ύπαρξης.
Ο καταλύτης γι’ αυτήν την εξερεύνηση είναι η θαυμαστά αρθρωμένη φωνή της Νίκης, άλλοτε αθώα και ανυποψίαστη, άλλοτε καταπτοημένη, άλλοτε τολμηρή, διεκδικητική. Είναι η φωνή μιας νέας γυναίκας που μεταγράφει την πραγματικότητα στη δική της τονικότητα και πασχίζει να χαράξει τη δική της, απόλυτα προσωπική, διαδρομή. Η βαθιά παρανομία, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, οι ηρωισμοί είναι ένα ηθικό κληροδότημα που η Νίκη αναδέχεται με σεβασμό· όμως, από την άλλη, υπάρχει η χαρά, ο έρωτας, η ελευθερία, μια μουσική, θαρρείς, που αντηχεί κάπου μακριά, σαν δελεαστική υπόσχεση ευτυχίας. Στο τέλος, παρά τους κλυδωνισμούς, τους δισταγμούς, τις παλινδρομήσεις, η Νίκη θα διαλέξει τη ζωή έναντι της ιδεολογίας και η μουσική «θα ξαναρχίσει, πιο δυνατή παρά ποτέ». Η μελωδία που είχε διατρέξει σιγανά, σαν υπόρρητη ελπίδα, όλη την προγενέστερη αφήγηση θα ηχήσει τώρα σχεδόν θριαμβικά.
Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη είναι, εν πολλοίς, ένα μυθιστόρημα μαθητείας. Παρακολουθώντας την ενηλικίωση της κεντρικής ηρωίδας του, που δεν είναι παρά η μητέρα του Νίκη Νεφελούδη, κόρη ενός επιφανούς (αν και εν πολλοίς ακυρωμένου μέσα στο ανθρωποφαγικό κομματικό κλίμα της εποχής) στελέχους της Αριστεράς, του Βασίλη Νεφελούδη, ο συγγραφέας ανατρέχει παράλληλα στην ιστορία της πολύκλαδης οικογένειάς του και ανασυνθέτει το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Παρ’ όλο, ωστόσο, το εύρος του εγχειρήματος, ο Χωμενίδης θα συμπεριφερθεί έναντι της Ιστορίας όπως ο σκηνογράφος που τακτοποιεί σε ένα αφηρημένο σκηνικό μερικά αντικείμενα απαραίτητα για τη δράση· θα αλλάξει τα ονόματα των πρωταγωνιστών του (ο Βασίλης Νεφελούδης, για παράδειγμα, θα γίνει Αντώνης Αρμάος) μετατρέποντας τα ιστορικά πρόσωπα σε λογοτεχνικές περσόνες, και θα μεταχειριστεί τις ιστορικές περιστάσεις με τη μεγαλύτερη οικονομία, μη συγκρατώντας παρά εκείνες που αναφλέγουν υπαρξιακά τους ήρωές του. Τα ιστορικά γεγονότα θα διηθηθούν μέσω της θερμής υποκειμενικότητας της Νίκης, και το πικρό ίζημα της πολύχρονης δοκιμασίας της θα αποβληθεί. Στη θέση του θα μείνει η λαγαρή φρεσκάδα μιας απροκατάληπτης ματιάς απέναντι στα πράγματα και στους ανθρώπους, η οποία θα τους απογυμνώσει από το στενό ένδυμα της ιδεολογίας και θα αναδείξει την πολύπλοκη, αντιφατική τους φύση. Ούτε άγιοι οι αριστεροί ούτε δαίμονες οι δεξιοί, έστω κι αν κάποιοι απ’ αυτούς ενέδωσαν στον δωσιλογισμό. Αυτό που έχει εδώ σημασία, και που το επιτυγχάνει με αφοπλιστική ευθύτητα ο Χωμενίδης, είναι να κατανοηθούν οι χειρονομίες και οι συμπεριφορές ανθρώπων που βρέθηκαν παγιδευμένοι στη δίνη μιας κρίσιμης ιστορικής στιγμής. Μας το είπε, εξάλλου, με μεγάλη ακρίβεια, πριν από χρόνια, ο Μίλαν Κούντερα: ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ούτε ιστορικός ούτε προφήτης: είναι εξερευνητής της ύπαρξης.
Ο καταλύτης γι’ αυτήν την εξερεύνηση είναι η θαυμαστά αρθρωμένη φωνή της Νίκης, άλλοτε αθώα και ανυποψίαστη, άλλοτε καταπτοημένη, άλλοτε τολμηρή, διεκδικητική. Είναι η φωνή μιας νέας γυναίκας που μεταγράφει την πραγματικότητα στη δική της τονικότητα και πασχίζει να χαράξει τη δική της, απόλυτα προσωπική, διαδρομή. Η βαθιά παρανομία, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, οι ηρωισμοί είναι ένα ηθικό κληροδότημα που η Νίκη αναδέχεται με σεβασμό· όμως, από την άλλη, υπάρχει η χαρά, ο έρωτας, η ελευθερία, μια μουσική, θαρρείς, που αντηχεί κάπου μακριά, σαν δελεαστική υπόσχεση ευτυχίας. Στο τέλος, παρά τους κλυδωνισμούς, τους δισταγμούς, τις παλινδρομήσεις, η Νίκη θα διαλέξει τη ζωή έναντι της ιδεολογίας και η μουσική «θα ξαναρχίσει, πιο δυνατή παρά ποτέ». Η μελωδία που είχε διατρέξει σιγανά, σαν υπόρρητη ελπίδα, όλη την προγενέστερη αφήγηση θα ηχήσει τώρα σχεδόν θριαμβικά.
πηγή: εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου