Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.[1]
Ο ποιητής στέκεται στο άδειο τοπίο. Θετεί τα όρια, ζωγραφίσει με λέξεις.
Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.[2]
Ο
αναγνώστης συγκρατεί έναν στίχο, αφήνει πίσω του το ποίημα, θέτει -μόνος μέσα στο πλήθος- την προσωπική του ματιά. Άβολη θέση, δύσκολη,
κουραστική. Πίσω από τις λέξεις ψάχνει μια πηγή φωτεινή. Γράφει -να αναμετρηθεί με τη σιωπή. Γράφει -να συναντηθεί με τον Άλλον. Γράφει -στα μύχια όνειρα του- να
συναντηθεί με την Άνοιξη.
Πιστεύει, αμφιβάλλει, διεκδικεί. Γνωρίζει πολύ καλά την
μοναξιά. Γράφει -να αναμετρηθεί με την ευκολία. Γράφει -να
συναντήσει τις πρώτες ιδέες. Γράφει -στα μύχια όνειρα του- να
συναντηθεί με τη ζωή.
Δόγματα και κραυγές.
Μονόδρομοι και αδιέξοδα.
Αντιπαθεί
τα άκρα. Τον απωθεί ο μέσος όρος. Έτσι, η ζωή του, μικρές ορμητικές ιστορίες, τον έκαμε μούσκεμα
πολλές φορές. Γράφει -να φέρει στο φως θαμμένες παρέες. Γράφει -να φέρει στο φως θαμμένες ανάγκες. Γνωρίζει πολύ καλά την μοναξιά.
Οι γαζίες θα ανθίζουν και φέτος.[3]
Φοβάται
και γράφει.
Γράφει -να αναδείξει το φόβο σε δύναμη. Γράφει -να
φτιάξει ένα ανάχωμα. Γράφει -να κρατήσει το παιδί, να πετάξει τα απόνερα.
Γράφει. Φέρνει στο φως την ιστορική του καταγωγή.
σημειώσεις:
[1],[2]: στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη και
[3]: στίχος του Κλείτου Κύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου