Διήγημα της Κατερίνας Επιτροπάκη
H αλήθεια είναι ότι βαριόταν θανάσιμα. Έπρεπε όμως να
τελειώνει μ’ αυτές τις δουλειές. Τα μαστόρια θα ξεκινούσαν σε λίγες μέρες.
Πρώτα τα γκρεμίσματα, μετά ο πλακάς, ο σοβατζής… Αυτή η ανακαίνιση έπρεπε να
είχε γίνει καιρό πριν. Το σπίτι είναι τόσο παλιό και με τόσα προβλήματα. Όμως
συνεχώς το ανέβαλε. Τόσα χρόνια τώρα. Δεν πήγαινε όμως άλλο. Και μια και η
συνεχόμενη δυσχέρεια των τελευταίων ετών είχε σαν αποτέλεσμα να εξανεμισθούν
σχεδόν εντελώς όλες οι οικονομίες, είχε αποφασίσει, πριν δει μηδενισμένο το
λογαριασμό Ταμιευτηρίου της τράπεζας, να δαπανήσει τα τελευταία χρήματα για να
κάνει, επιτέλους, αυτή την ανακαίνιση.
Ο Γιώργος μάλλον δεν ήταν σύμφωνος. Φοβόταν πως δεν είχαν
δει ακόμα τα χειρότερα. Στο γραφείο του οι δουλειές πήγαιναν χάλια. Ο κόσμος
έκανε όλο και λιγότερα ασφαλιστικά συμβόλαια, ενώ ήταν πολλοί οι πελάτες που
του χρωστούσαν χρήματα και δεν ήξερε πότε θα τα πάρει. Δεν είχε φέρει όμως
αντίρρηση. Είχε συνηθίσει, άλλωστε, είκοσι χρόνια τώρα, τον πρώτο λόγο στο
νοικοκυριό να τον έχει η γυναίκα του. Κι έτσι εκείνος απλά συμφωνούσε με ό,τι
εκείνη αποφάσιζε. Ακόμα κι ο τρόπος που ζητούσε τη γνώμη του, αποτελούσε μια
ψευδεπίγραφη δημοκρατική διαδικασία. Περίπου του ανακοίνωνε πάντα την απόφαση
της, τελειώνοντας με ένα «συμφωνείς,
αγάπη μου, έτσι δεν είναι;»
Σήμερα έπρεπε να τελειώνει με τα πράγματα της
κρεβατοκάμαρας. Είχαν ήδη λυθεί τα έπιπλα, είχαν μεταφερθεί κούτες στην
αποθήκη. Ανεβασμένη στο πατάρι, προσπαθούσε μέσα στο μισοσκόταδό του να
ξεσκαρτάρει πράγματα που είχε ξεχάσει σχεδόν τελείως την ύπαρξή τους, εδώ και
πολλά χρόνια. Τότε διέκρινε στο βάθος εκείνη την μισογδαρμένη πράσινη-καρό
βαλίτσα. Κατέβηκε κάτω, παίρνοντάς την μαζί. Ούτε που την θυμόταν
αυτή τη βαλίτσα. Αγνοούσε πώς και από πότε υπήρχε εκεί πάνω. Δεν της θύμιζε τίποτα.
Για λίγες στιγμές, σχεδόν αποτελούσε μυστήριο…Την άνοιξε. Κοίταξε ακίνητη. Είναι δυνατόν να έχει φυλαγμένα
τόσα παλιά ρούχα; Από πότε, άραγε, τα έχει αυτά εκεί πάνω; Τότε το βλέμμα της,
καρφώθηκε στην άκρη του κόκκινου σατέν υφάσματος που διακρινόταν στο βάθος. Το
τράβηξε αμέσως. Μα δεν ήταν δυνατόν! Ναι, κι όμως. Ήταν η σπανιόλα! Η κόκκινη,
μακριά σατέν στολή με τα πολλά φύλλα. Θεέ μου! σκέφτηκε, είχα εγώ αυτή την
λεπτή μέση; Χώραγα εδώ μέσα; Είναι η ίδια, η ΔΙΚΗ ΜΟΥ στολή;
1978. Τέλος Φλεβάρη. Είχε δυσκολευτεί να πείσει τους γονείς
της να την αφήσουν να πάει σ’ εκείνο το αποκριάτικο πάρτυ. Το οργάνωναν οι
απόφοιτοι του Αρρένων, στην αίθουσα της αθλητικής λέσχης. Επιτέλους, ήταν κι η
ίδια τελειόφοιτη, σχεδόν 18 χρονών. Η αλήθεια είναι πως ο πρόσφατος έλεγχος
προόδου που έβγαζε μέσο όρο δεκαεννιά και δύο, ήταν το πιο ισχυρό επιχείρημα
που χρησιμοποίησε για να κάμψει τους φόβους, τους ενδοιασμούς και τον
συντηρητισμό τους. «Με τον όρο πως θα
έλθει ο πατέρας σου να σε πάρει πριν τα μεσάνυχτα», ήταν το τελικό deal, μετά από πολλές μέρες
ψηστήρι.
Η στολή της σπανιόλας, είχε στοιχίσει όλες τις οικονομίες
της, τότε. Όταν όμως, ένοιωσε όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω της την ώρα έμπαινε
στην αίθουσα του χορού κι απλώθηκε εκείνη η αίσθηση της φευγαλέας ταραχής, αισθάνθηκε
πολύ περήφανη και σίγουρη για την επιλογή της στολής. Σ’ εκείνο το αποκριάτικο πάρτυ έμελλε, για πρώτη της φορά,
να την πετύχει με τα βέλη του ο φτερωτός θεός. Τον λέγαν Στέφανο κι ήταν από
εκείνους –τους λίγους, είναι αλήθεια– που αρνήθηκαν πεισματικά να ντυθούν μασκαράδες. Είχε έρθει ντυμένος με
άσπρο μπλουζάκι Fruit of the Loom
και στενό κοτλέ μαύρο παντελόνι Jesus
(αλήθεια υπάρχει ακόμα αυτή η μάρκα;) Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Εκείνο το βράδυ χόρευαν και
μιλούσαν ασταμάτητα. Όταν την φίλησε στα χείλη όπως την κρατούσε αγκαλιά σ’ ένα
μπλουζ, εκείνη, άμαθη, έμεινε σαν στήλη άλατος χωρίς να ξέρει πώς να
ανταποκριθεί…
Με τον Στέφανο ανακάλυψε τον έρωτα. Και μαζί μ’ αυτόν την
αγωνία, το πάθος, την απελπισία, την προσμονή, την απογοήτευση. Οι μεταπτώσεις
στην απόδοσή της και η απώλεια του αυτοέλεγχου της είχαν στοιχίσει την αποτυχία
της την πρώτη χρονιά στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Σχεδόν δυο
χρόνια, να μετράει τη ζωή της με τις απαγορευμένες συναντήσεις, την έκσταση και
την ένταση των στιγμών που πέρναγε μαζί του.
Ακόμα κι αυτή τη στιγμή, τριανταπέντε χρόνια μετά, όπως
κρατάει αγκαλιά το κόκκινο φόρεμα της σπανιόλας, τα χέρια της έχουν μουδιάσει,
ενώ τρέμει ολόκληρη και την έχει λούσει κάτι σαν κρύος ιδρώτας. Η εικόνα του
δωματίου γύρω της έχει γίνει θαμπή, καθώς τα μάτια της έχουν βουρκώσει από
ανεξέλεγκτα δάκρυα…Έσφιξε πάνω της τη στολή, σαν να επρόκειτο ν’ αγκαλιάσει
σφιχτά την ανάμνηση που με τόση αυθάδεια ξεφύτρωσε από τα βάθη του μυαλού και
της καρδιάς της και την αναστάτωσε. Κόλλησε το πρόσωπό της παίρνοντας βαθιές
ανάσες, σαν να επρόκειτο να ξαναβρεί μέσα απ’ την μυρωδιά της ναφθαλίνης την
οσμή της δεκαοκτάχρονης κοπέλας που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά.
Κάποτε τα πράγματα ξεθώριασαν. Εκείνη βρισκόταν στη
Θεσσαλονίκη, φοιτήτρια πια, εκείνος υπηρετούσε ήδη φαντάρος στο… Αλήθεια, πού ήταν; Πού υπηρετούσε; Ήταν σε κάποιο νησί. Σάμο;
Χίο; Λήμνο; Πού έστελνε εκείνη τα γράμματα; Αδύνατον να θυμηθεί πια. Σταμάτησαν τα γράμματα, αραιώσαν τα τηλέφωνα. Κάποτε, όταν
και οι δυο ξαναβρεθήκαν στην Αθήνα, ένα ραντεβού που προσπάθησε να πιάσει το
νήμα, ν’ απαντήσει σε «γιατί» και «πώς», εξελίχθηκε σε αποτυχία. «Τα φώτα σβήσανε, και
οι σκιές μακρύνανε, κάποιες αδέξιες ερωτήσεις που δεν γίνανε»… Σιγοψυθίρισε, ασυναίσθητα το στίχο από το τραγουδάκι της
Αρλέττας, έτσι όπως χαλάρωνε το σφίξιμο της κόκκινης σατέν σπανιόλας από τα
χέρια της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, ν’ απαλλαγεί από τα τελευταία
ίχνη θαμπάδας που είχαν προηγουμένως προκληθεί απ’ τα δάκρυα. Το τρέμουλο στο σώμα
της, άρχισε σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται σε μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα, καθώς το
κορμί της επέστρεφε στη φυσιολογική θερμοκρασία του, ξεκινώντας από τα άκρα και
φτάνοντας στα μάγουλα. Ξαναέκλεισε την πράσινη καρό βαλίτσα, χωρίς να βάλει τη
στολή της σπανιόλας μέσα. Την τακτοποίησε σε μια ξύλινη κρεμάστρα και την
κρέμασε στο πόμολο της ντουλάπας. Έμεινε για λίγο για την κοιτάει.
Πόσο σημαντικά μας φαίνονται μερικά πράγματα όταν είμαστε
πολύ νέοι, σκέφτηκε. Και τα χρόνια που έρχονται; Πόσα πράγματα μας κλέβουν απ’
τον αυθορμητισμό μας; Πώς καταφέρνουμε και φτάνουμε να τα βλέπουμε όλα
ισοπεδωμένα; Τι είναι, άραγε, αυτό που μας καταπίνει, τι είναι αυτό που μας
μετατρέπει σε κυνικούς; Το λένε ωριμότητα; Το λένε ηλικία; Το λένε ρουτίνα;
Ποιος μας αφαιρεί την αθωότητα; Μα επιτέλους, τι απέγινε το κοριτσάκι του μπαλ μασκέ;
Κρύφτηκε; Χάθηκε; Σκοτώθηκε; Μπορεί να το
’χουν πλανέψει, ακρογιαλιές δειλινά…Μα τι έχω πάθει σήμερα με όλα αυτά τα στιχάκια;
Χαμογέλασε στον εαυτό της. Πλησίασε το τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό του γραφείου του
Γιώργου. Όπως το είχε φανταστεί, ήταν ακόμα στη δουλειά. Απάντησε μάλλον
ξαφνιασμένος. Βλέπεις εδώ και πολλά χρόνια του τηλεφωνούσε στη δουλειά μόνο εάν
υπήρχε σοβαρός λόγος, κάποια ανάγκη. "Λέω να ‘ρθω να σε
πάρω. Να περπατήσουμε λίγο μαζί. Έχει γλυκιά βραδιά. Μπορούμε να πάμε να
τσιμπήσουμε κάτι έξω. Είσαι;"
Μισή ώρα μετά, περπατούσαν κάπου στην Αβησσυνίας. Ένας
νεαρός, μάζευε απ’ το δρόμο τα σταντ με τα παλιά βινύλια και να έβαζε μέσα να
κλείσει το δισκάδικο. Τα περισσότερα μαγαζιά είχαν ήδη κλείσει αυτή την ώρα. "Γιώργο το ξέρεις πως
μπήκε το Τριώδιο;", του είπε ξαφνικά σπάζοντας την μεταξύ τους σιωπή,
χώνοντας το χέρι της στην τσέπη του παλτού του και πιάνοντας τρυφερά το δικό
του που βρήκε ήδη εκεί μέσα. "Πώς θα σου φαινόταν η
ιδέα, πριν ξεκινήσουν τα μαστόρια στο σπίτι, να κάνουμε ένα αποκριάτικο πάρτι;
Έχω τόσα χρόνια να ντυθώ μασκέ. Προλαβαίνουμε νομίζω, για την ερχόμενη Κυριακή.
Συμφωνείς αγάπη μου, έτσι δεν είναι;"
πίνακας του Αντώνη Θήριου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου