"...Τώρα που ένας κύκλος κλείνει, σημεία
προσδιορίζουν τους καιρούς που έρχονται.", είχα γράψει παλιότερα, την εποχή που έφευγα από τη Θεσσαλονίκη. Την έζησα "μέσα" και "έξω"... Την "συναντώ" τακτικά... Την πόλη, τους φίλους που έκανα, τα ταξίδια, τα νιάτα μας... Με μια δυσκολία, με μιαν απόσταση.
Τώρα, αποτυπώματα, στιγμιότυπα, αυτοτελείς διηγήσεις. Νησίδες... Δημοσιεύω εδώ ένα κείμενο από το καλό περιοδικό Παράλλαξη, στοιχείο κι αυτό ενός κοντινού παρελθόντος... Γράφει η κ. Σοφία Νικολαΐδου...
Επισκέπτης ή κάτοικος. Μπαγιάτης
θεσσαλονικιός, περαστικός φοιτητής. Χωμένος στο κέντρο ή τις συνοικίες. Τούμπα,
Χαριλάου, Δενδροπόταμος, Εύοσμος, Καλαμαριά, Τσιμισκή, Μητροπόλεως,
Πανεπιστήμια, Αγίου Δημητρίου, Κάσσανδρο, Κάστρα και Συκιές.
Η Θεσσαλονίκη αλλάζει πρόσωπο
κάθε πενήντα μέτρα. Δεν είναι ένα σκέτο πράμα. Ούτε και προκαλεί καθαρά
αισθήματα. Όπως µε τους γονείς ή τα παιδιά σου. Τους αγαπάς, αλλά το µάτι
σου συχνά γυρίζει ανάποδα. Όλα εξαρτώνται από τον
παρατηρητή, που θα έλεγε κι ο Αϊνστάιν. Από ποια θέση στέκεται και κοιτά. Με τι
είδους όρεξη. Με τι σκοπό. Να μείνει ή να φύγει; Να λαχταρίσει ή να σιχαθεί;
Κοίτα.
Το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης,
την παραλία της. Λαμπικαρισμένη στο πρωινό φως. Άλλες φορές χαμένη στην ομίχλη.
Το Επταπύργιο. Βοά ακόμα η φυλακή, Το ρέμα της Πανεπιστημίου µε τη βροχή ως το
γόνατο. Τους σινεμάδες του κέντρου. Τα µπαρ, τα ξενυχτάδικα. Μπορεί να πεις:
Αυτή η πόλη ζει τη ζωή της, κουλαντρίζει τη νύχτα της, ξέρει να γλεντάει. Το
έχουμε πουλήσει αυτό. Κυρίως στους Αθηναίους. Ερωτική πόλη, κουτσοµούρα και
μυδοπίλαφο. Εδώ οι πιο ωραίες γυναίκες, εδώ οι ντόμπροι άνθρωποι, εδώ το καλό
φαΐ, εδώ το έξω καρδιά γλέντι. Όσοι έρχονται για το φεστιβάλ αγοράζουν την
κεφάτη μουτσούνα της πόλης. Παραμυθιάζονται. Τι ωραία που είστε εδώ, λένε µε
χαμόγελο. Και φεύγουν γεμάτοι αναμνήσεις.
Αυτοί που μένουν όμως. Οι
κάτοικοι. Αυτοί που ζουν ων πόλη όχι ως σκηνικό του Δαλιανίδη, όπα της, αλλά
ως καθημερινότητα. Όσοι τελειώνουν τις δουλειές στο άψε σβήσε, γιατί
κυκλοφορούν µε τα πόδια και το κέντρο είναι όλο κι όλο μισή ώρα γρήγορο
περπάτημα. Όσοι ψωνίζουν από τη Μοδιάνο τα Σάββατα. Όσοι καλημερίζονται µε τον
περιπτερά και τον μπακάλη. Όσοι ξέρουν τους γείτονες µε το ονοματεπώνυμο. Όσοι
θάβουν γονείς, παντρεύονται, γεννούν παιδιά, έχουν φίλους στην πόλη. Όσοι
ξέρουν τα γούστα και τα ξενύχτια ως. Όσοι ων έχουν δει, ων ώρα που χαράζει το
πρώτο φως. Όσοι ων έχουν περπατήσει Δεκαπενταύγουστο, µε καύσωνα. Όσοι έχουν
σταθεί, τραβώντας τα πετσάκια από τα χείλια τους, στα επείγοντα νοσοκομείου σε
εφημερία. Όσοι έχουν φιληθεί σε κάποια γωνιά. Όσοι έχουν καθίσει σε παγκάκι,
µόνοι τους. Όσοι έχουν τραγουδήσει µε φωνή στους δρόμους, έχουν γελάσει µε
χάχανο, έχουν τρέξει να προλάβουν το λεωφορείο. Όσοι θυμούνται το σεισμό του
'78, τα χιόνια του '88. Όσοι ανακαλούν µε λεπτομέρειες κοπάνες και πάρκα,
έρωτες που άρχισαν και τελείωσαν και όλοι τελικά επέζησαν, καλοί, κακοί, όλοι.
Όλοι όσοι ζουν την πόλη και το
χνότο της. Μπορεί να τη βρίσκουν στενόκαρδη. Χαμηλοτάβανη. Κάποιες φορές
πνιγηρή. Χαίρονται ή γκρινιάζουν για το βαλκάνιο προφίλ. Την παρατούν ή
κάθονται ως το τέλος. Θεσσαλονίκη δεν είναι βυζαντινές εκκλησιές, σοκάκια και
δρόμοι, µούλτι κούλτι γειτονιές, αγνάντι στο Θερμαϊκό και Λευκός Πύργος.
Θεσσαλονίκη είναι οι κάτοικοι, αυτοί που ζουν τη ζωή τους στο κουκούλι της
πόλης, καλά ή άσχημα, εύκολα, δύσκολα, άγρια.
Μια πόλη είναι οι άνθρωποι, το
κέφι και η παράνοιά τους. Τα υπόλοιπα είναι µασάλια. Παραμύθια γι' αυτούς που
έρχονται, βλέπουν και φεύγουν µε το χαμόγελο της νοσταλγίας. Πάντα εξ
αποστάσεως.
πηγή: περιοδικό Παράλλαξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου