Καπνίζω πολύ. Ο
καπνός γεμίζει το κενό και την απόσταση. Είναι μια ψευδαίσθηση λύση της
μοναξιάς. Της απόλυτης μοναξιάς, της ολοκληρωτικής απουσίας, της απόλυτης
έλλειψης. Του θανάτου ή του έρωτα. Στριφογυρίζω στα παρελθόντα, αφήνω σημάδια,
μικρά σημειώματα, αγαπημένα αντικείμενα, σε θέσεις ξένες. Καμία παρατήρηση από
τον απόντα Άλλον. Μόνος συμμαζεύω τα κομμάτια. Τα τακτοποιώ. Αποσύρομαι.
Καμία ενόχληση από τον απόντα Άλλον. Η σπείρα συρρικνώνεται. Η καθημερινή
εικόνα αντανακλάται στον σπασμένο καθρέπτη του απόντα Άλλου. Στον θάνατο
και στον έρωτα. Και η δική μου η γιαγιά έλεγε για τους καθρέπτες, να μένουν σκεπασμένοι, να μη λυπάται η ψυχή
καθώς γυρνάει στο σπίτι. Μα καθώς ήταν η πρώτη που βιάστηκε να φύγει δεν
βρέθηκε κανείς να μας το θυμίσει σαν ακολούθησε ο πατέρας βιαστικός κι αυτός,
μέρες μακρινού καλοκαιριού. Δεν βρέθηκε κανείς να μας το θυμίζει σε κάθε χωρισμό. Έτσι, αδυνατώ να κρατήσω την μορφή. Μόνο αντανακλάσεις στο σήμερα συναντώ. Όσοι μένουν αλλοιώνονται από τον χρόνο, από
την έλλειψη του ανταμώματος, από την απουσία. Όσοι μένουν είναι λειψοί την κάθε στιγμή που
ζουν δίχως την παρουσία, του απόντα Άλλου. Στον θάνατο και στον έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου