Σελιδοδείκτης 69ος
Λευτέρης Γιαννακουδάκης
Απολεσθέντα αντικείμενα
εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αθήνα, 2006
γράφει η κ. Λίνα Πανταλέων
Η ιστορία του παρέπαιε μεταξύ ζοφερής περιπέτειας και λογοτεχνίας του
φανταστικού, αιφνίδιες ανατροπές δυναμίτιζαν υπογείως την ατμόσφαιρα που
επιδίωκαν να υποβάλλουν, η γραφή του είχε νεύρο και ρυθμούς φρενήρεις,
οι ιδέες του ήταν πρωτότυπες και εντυπωσιακός ο τρόπος ανάπτυξής τους,
το αφήγημά του εν τέλει προοιωνιζόταν έναν συγγραφέα με σοβαρές αξιώσεις
και ξεχωριστό ταμπεραμέντο. Συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη το ότι το
δεύτερο βιβλίο του Λευτέρη Γιαννακουδάκη (γενν. 1972) μπορεί να
συγκαταλεχθεί στα πιο ενδιαφέροντα της φετινής σοδειάς. Η μάλλον είναι
ιδιαίτερα ευχάριστη και σπάνια έκπληξη, καθ ότι τελευταία τα πεζογραφικά
πονήματα που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μιας αξιοπρόσεκτης πρώτης
εμφάνισης ολοένα εκλείπουν. Ο Γιαννακουδάκης δεν βιάστηκε να
επιβεβαιώσει εκ νέου τη λογοτεχνική του αρτίωση. Ισως η μειωμένη προσοχή
που απέσπασε το «Τρέξε, μύγα, χτύπα το τζάμι» να μην ενθάρρυνε
υπέρμετρους ενθουσιασμούς. Εξι χρόνια μετά, η πρόσφατη συλλογή
διηγημάτων του φανερώνει τη δουλειά που έχει μεσολαβήσει, ως προς τα
εκφραστικά του μέσα και πρωτίστως όσον αφορά την τιθάσευση της ασάφειας
και του βεβιασμένου εντυπωσιασμού. Οι ανά χείρας ιστορίες εστιάζονται σε
περιστατικά παράδοξα και συμπεριφορές ακραίες, μόνο για να
υπογραμμίσουν πλαγίως την πεζότητα των καθημερινών συμβάντων, την
ψυχοφθόρα επανάληψη συμβατικών συνηθειών, την κόπωση προσώπων νέων στην
πλειονότητά τους, αλλά ήδη φθαρμένων από τις περιορισμένες επιλογές
τους. Ο Γιαννακουδάκης αναμασά τις πιο κοινότοπες ανησυχίες, από το
ψυχικό περιχαράκωμα, την καταπίεση των χρονικών ορίων, τον αιματηρό
αγώνα καταξίωσης μέχρι το εφήμερο του έρωτα, τη μοναξιά και το
ανικανοποίητο. Επειδή στοχεύει στην ανάδειξη της κοινοτοπίας, φροντίζει
ώστε το αφηγηματικό του πλαίσιο να κινείται μεταξύ νοσηρού, μακάβριου
και απίθανου, ενώ παράλληλα καθιστά αυτό το πλαίσιο ευπαθές σε διάρρηξη,
προκειμένου να παραβιάζεται από την πλέον τετριμμένη πραγματικότητα.
Συλλογή διηγημάτων με ιδιότυπη δομή. Μοιράζεται σε τέσσερις ιστορίες, όπως αναφέρονται στα περιεχόμενα θεματικές ενότητες, χωρισμένες σε υποκεφάλαια. Στην καθεμιά ενότητα προτάσσεται σημείωμα το οποίο, τρόπον τινά, προϊδεάζει για την κοινή συνισταμένη των κειμένων που περιλαμβάνονται σ αυτή. Δεκαέξι το σύνολο των πεζών, αφήνοντας απ έξω τα τέσσερα εισαγωγικά σημειώματα και το υστερόγραφο. Το εναρκτήριο και το τελευταίο κείμενο παρουσιάζουν τα διηγήματα σαν τις «ψευδεπίγραφες επιστολές» (τίτλος της πρώτης ενότητας) ενός γράφοντος με «υπογραφή δυσανάγνωστη» (τελευταία φράση του βιβλίου), που μεταμφιέζεται διαρκώς, διεκδικώντας την ανυπαρξία του και επιχειρώντας την προσομοίωση της ζωής του με πολλαπλές, ιδιάζουσες εκδοχές. Με άλλα λόγια, τα διηγήματα συστήνονται σαν ασκήσεις γραφής ή βιογραφίας, προβάλλοντας μέσα από διαφορετικά επεισόδια τις συγκλίσεις στις σκέψεις, τις δυστυχίες και την ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν σ αυτά. Στον εγκλεισμό, εθελούσιο ή επιβεβλημένο, αλλά πάντα δυσβάσταχτο, συνοψίζεται η θεματική της πρώτης ενότητας, αποτελούμενης από τέσσερις ιστορίες. Ενας τριαντάρης, πλακωμένος από μεσήλικα άχθη, παλεύει στο εργένικο διαμέρισμά του με τις οροθετήσεις της ζωής του, αδυνατώντας να συλλάβει γιατί ο αγαπημένος του ζωγράφος είναι γλύπτης, ο κολλητός του ένας γάτος και γιατί η ερωμένη του έγινε καπνός. Πιο εκκεντρικός ο έγκλειστος του επόμενου διηγήματος, ένας ταξιτζής που αρέσκεται να προσκρούει με μεγάλες ταχύτητες και «φτιαγμένα» αμάξια σε ακίνητους, ακίνδυνους στόχους. Οταν στο ταξί εισβάλλει ο έρωτας, οι κούρσες στο κέντρο της Αθήνας γίνονται φρενιτιώδεις και αιματηρές. Η τελευταία παράγραφος ισοπεδώνει τη νοσηρότητα του επεισοδίου, αποκαλύπτοντας μια θλιβερή, ανύποπτη συνθήκη. Μια ανατρεπτική αποκάλυψη ενεδρεύει και στο τέλος της επόμενης ιστορίας, δικαιολογώντας χάρη σε μια ευφυέστατη έμπνευση το απαρέγκλιτο πρόγραμμα ενός ιδιόρρυθμου προσώπου που τεμάχιζε την καθημερινότητά του αποκλειστικά σε τρεις ασχολίες. Εξίσου περιορισμένος και ο φιλοξενούμενος του τέταρτου διηγήματος, παγωμένος και περίκλειστος, ένας «χιονάνθρωπος», όπως δηλώνει ο τίτλος. «Ο δολοφόνος μου ήταν μαζί μου εδώ και καιρό. Η επαναλαμβανόμενη, ανούσια καθημερινότητά μου», συνειδητοποιεί ο αφηγητής, λίγο πριν μεταλλαχθεί σε στρείδι χωρίς μαργαριτάρι, σ ένα κέλυφος αδειανό.
Τα τέσσερα κείμενα της επόμενης ενότητας εικονογραφούν τη ζωή σαν έναν κρίσιμο τελικό, ένα παιχνίδι με υποχρεωτική συμμετοχή, όπου η ήττα είναι προδιαγεγραμμένη και η λήξη του οποίου σημαίνεται με το θάνατο των παικτών. Ενδιαφέρουσα η συναρμογή στο πρώτο διήγημα της αναβίωσης της θρυλικής νίκης στο Ευρωμπάσκετ του 1987, με την παραίτηση και την ψυχική εξαθλίωση του αφηγητή, ο οποίος εξαιτίας μιας ιδιότυπης συγκυρίας αποτολμάει το μοναδικό, έστω και καταδικασμένο, σουτ της αντιηρωικής ζωής του. Από τις πιο δυνατές ιστορίες του τόμου η δεύτερη αυτής της ενότητας, όπου μια καιρική πρόβλεψη διαρρηγνύει βίαια την αποστείρωση και την ξηρότητα μιας έμφοβης ύπαρξης. Η ανεπιθύμητη γνώση ενός επικείμενου γεγονότος, τόσο ελάχιστου όσο μια ενδεχόμενη βροχόπτωση, επιφορτίζει τον πρωταγωνιστή με μια αδόκητη απαντοχή και παράλληλα με την ανυπόφορη ανησυχία της μη πραγμάτωσής της. «Οτιδήποτε έχει χρόνο δεν υπάρχει», διαπιστώνει έντρομος, όταν το αύριο υπό τη μορφή καιρικής συνθήκης εισβάλλει στην απομόνωσή του. Ο μελλοντολογικός χαρακτήρας της ακόλουθης ιστορίας μετριάζει την παραδοξότητα και το αποτρόπαιο του θέματός της. Το ανθρώπινο είδος αφανίζεται από ιό, το αντίδοτο του οποίου ενυπάρχει στην πρωτεΐνη του εγκεφάλου των χοίρων. Οι αλλεπάλληλοι αποκεφαλισμοί των ζώων υπονοούν την ιδιόχειρη θανάτωση των ελπίδων. Αν στο προηγούμενο κείμενο ο Γιαννακουδάκης αξιοποιεί τις σπουδές του στη Βιολογία, στο επιλογικό πεζό της δεύτερης ενότητας αφήνεται στο προσφιλές παραληρηματικό του ύφος, γνώριμο από το πρώτο του βιβλίο. Και εδώ η πυρετώδης, ομιχλώδης και απεγνωσμένα ερωτική εξομολόγηση του ήρωα επισφραγίζεται από μια σαρκαστικά πεζή φράση που εξουδετερώνει πάραυτα την ένταση της αφήγησης.
Αναίμακτα δράματα
Μολονότι και τα δεκαέξι διηγήματα της συλλογής στηρίζουν θαυμάσια και με ποικιλόχρωμα αφηγηματικά τεχνάσματα τις ελκυστικές ιδέες του Γιαννακουδάκη, την τρίτη ενότητα ανοίγει το πιο έξοχο ίσως κείμενο του βιβλίου. Η φθορά της ερωτικής σχέσης παραβάλλεται με την οξείδωση ενός ποδηλάτου. Αν όμως το γερασμένο ποδήλατο ανασταίνεται αβίαστα από έναν αμέριμνο ποδηλάτη, ο δεσμός έχει αμετάκλητα εκπνεύσει. Ο ήρωας δεν θα πατήσει τη σκανδάλη για να επικυρώσει το τέλος, όπως ποτέ του δεν πάτησε πετάλι ποδηλάτου από το φόβο της πτώσης. Και επειδή ο χρόνος τρέφει το φόβο, η απόπειρα ισορροπίας αναβάλλεται επ αόριστον. Στη γειτονική ιστορία, σε μια μεταθανάτια παράταση μιας οικογενειακής αναμέτρησης, ματαιώνεται η εξισορρόπηση της πατροκτονίας με την αυτοκτονία του αφηγητή, διότι όπως απευθύνει ο τελευταίος στο μνήμα του πατέρα του: «Κανείς δεν παίζει για την ισοπαλία». «Σειρά μου να παίξω» θα μπορούσε να του τόνιζε επίσης, αν η φράση δεν συνιστούσε τον τίτλο του επόμενου και τελευταίου γι αυτήν την ενότητα διηγήματος. Και εδώ οι υπαρξιακές ανησυχίες υποκρύπτονται σε ένα περιστατικό έκτακτης ανάγκης, με τον ήρωα αντιμέτωπο με άμεσο κίνδυνο, επιζώντα αδυσώπητων, πολύνεκρων μαχών. Η σύγχυση και το άγχος της εξιστόρησης καταλύονται και πάλι από την παιγνιώδη κατακλείδα.
Πέντε κείμενα περιλαμβάνει η τελευταία ενότητα, προσανατολισμένα σε συνήθεις καταστάσεις και αγωνίες, οι οποίες παραλλάσσονται, όπως ήδη επισημάνθηκε, σε καινοφανείς εμπειρίες. Ενας ανδρόγυνος διάλογος, δεξιοτεχνικά αρθρωμένος, φανερώνει την κοινοτοπία και τη σφοδρότητα συνάμα των ερωτικών ρήξεων. «Σβήνουμε πάντα ό,τι μας χτυπάει όταν τον πόνο ξεχνάμε ν αγαπάμε», η κατευναστική και διακριτικά ειρωνική απόφανση του αφηγητή. Στην επόμενη ιστορία ένα απολεσθέν αντικείμενο, μια μυστήρια ατζέντα που φέρει το όνομα και το τηλέφωνο του ήρωα, κολακεύει το αίσθημα της σπουδαιότητάς του, αλλά εντέλει του κλέβει την ύπαρξη. Η ιδιοκτησία κατέχει τον ιδιοκτήτη, ο καυστικός υπαινιγμός του διηγήματος. Στο ακόλουθο πεζό, ο μονόλογος ενός εικοσιοχτάχρονου σε δεύτερο πρόσωπο, εξελίσσεται από μια χλιαρή, συγκεχυμένη δυσαρέσκεια για τα μίζερα δεδομένα της ζωής του σε επίθεση και χλευασμό κατά του ιδίου. Το διήγημα απηχεί με απολαυστικό και καίριο τρόπο τη νοοτροπία των νέων, χωρίς να αναλώνεται σε ακκισμούς με τη νεανική αργκό, τη μίμηση προφορικότητας και το υψωμένο φρύδι του κυνισμού, όπως είθισται στα πεζογραφήματα πολλών νέων, ηλικιακά ή μη, συγγραφέων. Ο Γιαννακουδάκης δεν πιθηκίζει το λόγο, αλλά μεταφέρει με διάθεση σαρκαστική τις σκέψεις και τα άγχη νεαρών προσώπων που παλινδρομούν ιλιγγιωδώς από την απόγνωση στην αυταρέσκεια και ατενίζουν από την κορυφή των 30 τον Αχέροντα. Οπως ο τριαντάρης που διχάζεται μεταξύ αυτοχειρίας και δολοφονίας όταν η ερωμένη του τον μέμφεται για τη μετριότητά του. Οι αιματόβρεχτες, ναρκισσιστικές φαντασιώσεις του εκτονώνονται με μια πολυχρησιμοποιημένη κατά των θηλυκών βρισιά. Προσηλωμένη στις εφήμερες και αναλώσιμες πρωτιές η τελευταία ιστορία, επιμύθιο σε ένα βιβλίο για ανακυκλούμενες αξίες, επαναλαμβανόμενες διαδρομές, νοερές και καθημερινές, την ευτυχία σε τοκισμένες δόσεις, αναίμακτα δράματα, αντιπαραθέσεις χωρίς ηρωισμούς και παίκτες ηττημένους πριν από την έναρξη του παιχνιδιού. Ενα συναρπαστικό βιβλίο που αποκαλύπτει έναν αδιαμφισβήτητα ταλαντούχο πεζογράφο.
Πηγή: Πρωτοπορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου