διήγημα της Κατερίνας Επιτροπάκη
«Άλλη μια μπύρα, ε, Αργύρη; Κερνάω, έτσι κι αλλιώς…»
Ο Κώστας δεν περίμενε να πάρει
απάντηση, αλλά κατευθείαν έκανε ένα νεύμα στο νεαρό αλβανό αγόρι, που εδώ και
αρκετά χρόνια στέκει πίσω από τον πάγκο
του συνοικιακού καφέ-μπαρ. Το «αφεντικό» του μαγαζιού, που υποτίθεται κρατάει
τη σάλα, κάθεται, ως συνήθως, με κάποια
από τις παρέες και πίνει μαζί τους σχολιάζοντας κι αγανακτώντας για τα πάντα ,
μ’ εκείνη την ένταση στη φωνή που την επιτρέπει η αίσθηση ιδιοκτησίας του χώρου.
«Μπύρα στα παιδιά Αλία!» επανέλαβε
“επικουρικά”, φωνάζοντας από το τραπέζι που ήταν καθισμένο τ’ αφεντικό, με τη
σειρά του στο νεαρό αγόρι, χωρίς να μπει στον κόπο να προσέξει πως ήδη εκείνο
είχε ανοίξει και προσφέρει την παγωμένη μπύρα στον Αργύρη και τον Κώστα, που την
είχαν ήδη σερβίρει στα ποτήρια τους και έπιναν.
Δύσκολη μέρα γι’ αυτούς. Ειδικά για
τον Αργύρη. Δούλευαν κι οι δυο στις αποθήκες του μεγάλου γωνιακού κτηρίου που
βρισκόταν απέναντι από το μικρό καφέ-μπαρ, εκεί στον Ταύρο, κοντά στις γραμμές
του τραίνου. Μεγάλη εισαγωγική εταιρεία, έφερνε κυρίως από Κίνα και Ταϊβάν
μικρές και μεγάλες ηλεκτρικές συσκευές, αλλά και διάφορα άλλα είδη κατά
καιρούς. Εικοσιένα χρόνια εργαζόμενος εκεί ο Κώστας, καμιά δεκαριά ο –έτσι κι
αλλιώς κατά πολύ νεώτερος– Αργύρης.
Πριν τρία μόλις χρόνια, στην αποθήκη
δούλευαν δεκαεπτά. Σήμερα έχουν απομείνει, εκτός του Κώστα και του Αργύρη,
άλλοι έξι.
«Και, ας πούμε πως δέχομαι ρε Κώστα, εντάξει, σπαστή η βάρδια και δυο ώρες
παραπάνω απλήρωτες. Πώς θα γίνει; Τώρα, ας πούμε, που η Λένα είναι σπίτι,
μπορώ. Τον άλλο μήνα όμως γεννάει. Και καλά, θα μείνει σπίτι για λίγους μήνες.
Μετά; Η δικιά της δουλειά στο ρεστοράν δεν μπορεί ν’ αλλάξει ωράριο. Η κουζίνα
είναι στάνταρ απ’ τις επτά τ’ απόγευμα μέχρι αργά. Με τα παιδιά τι θα γίνει;
Τώρα τα βολεύαμε με τον πιτσιρικά. Τον κράταγα εγώ τ’ απόγευμα, τον πήγαινα
στον παιδικό το πρωί που έφευγα για τη
δουλειά, μετά αναλάμβανε η Λένα και πάει λέγοντας. Τώρα θάχουμε και το μωρό.
Πώς θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτό που λέει το αφεντικό; Και το’πε ο μαλάκας
καθαρά: Όποιος θέλει. Όποιος δε θέλει, δρόμο. Έτσι κι αλλιώς χάρη σας κάνω.
Οκτώ άτομα στην αποθήκη, είστε ήδη
πολλοί!»
«Άστα να πάνε, ρε Αργύρη»,
είπε, μη βρίσκοντας άλλη απάντηση ο Κώστας, τσουκρίζοντας ξανά το ποτήρι του
στο ακουμπισμένο στο τραπέζι ποτήρι του φίλου και συναδέλφου του. Τράβηξε μια
γερή ρουφηξιά απ’ την μπύρα του, έγλυψε αργά τον αφρό απ’ τις γωνίες των
χειλιών του. «Ευτυχώς εμείς με παιδιά
έχουμε ξεμπερδέψει εδώ και χρόνια. Δεκαοκτώ έκλεισε φέτος ο μεγάλος, δεκάξι
μισό η άλλη, η τσαπερδόνα. Εμένα το πρόβλημά μου δεν είναι βέβαια ποιος θα μας
τα κρατήσει, αλλά τι διάολο θα κάνω απ’ του χρόνου. Ο μεγάλος δίνει πανελλήνιες
φέτος. Του’πα βέβαια, να κοιτάξει να μπει σε καμιά σχολή εδώ, αλλά αν περάσει
το παιδί επαρχία; Του το ξέκοψα πως δε μπορούμε να τον στείλουμε, αλλά σφίγγετ’
η καρδιά μου, ρε συ
Αργύρη. Με γυρνάει πολλά χρόνια πίσω. Εγώ, τότε, παράτησα και το σχολείο στην
τελευταία τάξη για να πιάσω δουλειά. Πέθανε βλέπεις ο γέρος μου, έπεσαν όλα
στους δικούς μου ώμους. ΄Ηθελα ρε μπαγάσα όμως, τα παιδιά μου να τάχουν όλα. Να
έχουν ευκαιρίες στη ζωή τους. Τώρα πώς θα του πω του μικρού μη πας για σπουδές;…
Άντε γειά μας. Ξανατσούκρησε, αυτή τη φορά χωρίς καν να
ξανακατεβάσει γουλιά, αλλά έτσι, για το θόρυβο του γυαλιού. Ξανάφησε το ποτήρι στη
θέση του.
«Έτσι κι αλλιώς, χάρη σας κάνω», συνέχισε ο Αργύρης από κει που ‘χε σταματήσει, δίνοντας την εντύπωση πως
δεν είχε καν ακούσει στο μεσοδιάστημα την αφήγηση του Κώστα για το δικό του
αδιέξοδο.
Τι χάρη ρε Κώστα; Αυτός ο μήνας είναι ο τέταρτος στη σειρά που δε μας
πλήρωσε. Εμένα μου χρωστάει ήδη γύρω στα τρισίμισυ χιλιάρικα κι ανάθεμα αν τα
πάρω ποτέ. “Πάρε τώρα μια μπροστάντζα”, βαρέθηκα να τον ακούω κάθε φορά. Και
πως θα τη βγάλω ρε μαλάκα με τα εκατό ευρώ τη βδομάδα; Έλα να ζήσεις εσύ! Κι
όσο σκέφτομαι ρε Κώστα τη γέννα! Τι θα κάνω που δεν έχουμε μαζέψει μία;
Άντε γεια μας! αυτή τη φορά
ήπιαν και οι δυο. Άφησαν τη μπύρα να ταξιδέψει ήσυχα μέχρι το λαρύγγι τους,
χωρίς να μιλήσουν μεταξύ τους, χωρίς να προσθέσουν κανέναν ήχο στο ταξίδι της
γουλιάς.
«Ρε βρωμόγαβρε Αλία, θ’ αρχίσει όπου νάναι το ματς», ακούστηκε από ένα τραπέζι πιο πίσω, άλλος
θαμώνας. «Άνοιξε ρε την τηλεόραση»!
Ο Αλία, υπακούοντας και σ’ αυτή την
εντολή, έβαλε μπρος απ’ το τηλεκοντρόλ τη γιγάντια plasma tv, που στόλιζε μόνη της σχεδόν ολόκληρο τον πλαϊνό
τοίχο του μαγαζιού, αποτελώντας και τη βασικότερη ατραξιόν για την κατά
τεκμήριο φίλαθλη πελατεία του μικρού καφέ.
«Ντεν άρχισε ακόμα, σε λίγκο!» είπε ο Αλία στον ανυπόμονο πελάτη. Βρήκε το κατάλληλο κανάλι και το άφησε
να παίζει.
Οι πελάτες απ’ τα τραπέζια σήκωσαν
το βλέμμα. Στην οθόνη, ένα πάνελ μάλλον με πολιτικούς ή κάτι τέτοιο, όπου
εύκολα καταλάβαινες πως με φωνές και χειρονομίες επιχειρούσαν να «κλέψουν» ο
ένας από τον άλλο την προνομιακή λήψη από τον καμεραμάν.
«Θα μου επιτρέψετε να διευθύνω τη συζήτηση. Δεν ακούγεστε όλοι μαζί»! επιχείρησε να βάλει τα πράγματα σε τάξη ο
καθήμενος στη μέση του τραπεζιού παρουσιαστής, ενώ η σπίθα απ’ τη λάμψη στα
μάτια του δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για το κομφούζιο που είχε
δημιουργηθεί, εκτιμώντας ότι ανάβοντας τα αίματα, θα σκαρφαλώσουν και τα
μηχανάκια της AGB, ανεβάζοντας τα “νούμερα” της εκπομπής του.
«Θα
ήθελα να δώσω το λόγο σε σας, κύριε Τ…… Εσείς, ως προεξάρχων τόσα χρόνια
στέλεχος του συνδικαλιστικού κινήματος, εξηγήστε μας τους λόγους της απεργίας
διαρκείας που έχετε προκηρύξει. Δεν σας ενοχλεί το γεγονός, ότι η κινητοποίησή
σας στρέφεται εναντίον των εργαζομένων και, κυρίως των πιο αδύναμων, αυτών που
δεν έχουν άλλο τρόπο να πάνε στη δουλειά τους παρά μόνο με τα μέσα μαζικής
μεταφοράς;»
Ακούγοντας το όνομα, γύρισε το
κεφάλι κι ο Κώστας, που μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχε μπει στον κόπο να το
κάνει, μια και η οθόνη βρισκόταν στην πλάτη της καρέκλας του, έτσι όπως την
είχε τοποθετήσει.
Ο Μήτσος ο “κοτσίδας”. Βρε το πουλάκι μου…
Γνωστός του από παλιά. Από τα χρόνια
τα παιδικά. Περιστεριώτης ήταν κι αυτός. Οικογενειακώς γραμμένοι στην «Τοπική»,
παρατρεχάμενοι αμετανόητου «πολιτευτή» απ’ το χωριό τους, κάπου στην Αχαΐα.
Κάποια στιγμή ο συγχωριανός εκλέχτηκε. Και δεν φάνηκε αχάριστος. Κατευθείαν
διορισμός για τον Μήτσο, για την αδελφή του, το γαμπρό του. Ο Μήτσος δε
χρειάστηκε να πάει στη δουλειά σχεδόν ποτέ. Από κοντά τον είχε ο, υφυπουργός
πια, συγχωριανός του. Προτίμησε να γίνει «εργατοπατέρας». Επαγγελματίας
πρόεδρος σωματείου που στήθηκε επί τούτου, όπου τα μέλη, στην πλειοψηφία τους,
διορισμένα από τον ίδιο πολιτικό, καταγόμενα από την ίδια εκλογική περιφέρεια,
περιέβαλλαν επί σειρά ετών με άπλετη εμπιστοσύνη τον Μήτσο, να τους εκπροσωπεί.
Άλλωστε, ο Μήτσος ήταν «στα μέσα και στα έξω» και ουδέποτε βγήκαν ζημιωμένοι.
Συλλογικές συμβάσεις, αυξήσεις μισθών, συνεταιρισμοί με προνομιακά οικόπεδα,
εικονικές υπερωρίες, αργομισθίες, ανύπαρκτες υπερημερίες, γιορτές και δώρα για
τα παιδιά, κουπόνια «κοινωνικού» τουρισμού, για όλα φρόντιζε ο πρόεδρος με την
«πυγμή» και την αγωνιστική του δράση. Γιατί να τον αλλάξουν;
Κι από κει, ο δρόμος για την
δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνδικαλιστική διοίκηση δεν στάθηκε και πολύ
δύσκολος. Είπαμε. Στα μέσα και στα έξω.
«Βρε το πουλάκι μου τον “κοτσίδα”», επανέλαβε σιγανότερα αυτή τη φορά ο Κώστας, ενώ γύρισε την καρέκλα του για
να έχει και οπτική επαφή με την τηλεόραση.
«Δεν θα περάσουν τα αντιλαϊκά μέτρα της τρόικας εξωτερικού και εσωτερικού»!
Φώναζε απ’ το γυαλί ο άλλοτε περιστεριώτης,
που τώρα πια ζει κάπου στα βόρεια προάστια, ενώ στο Περιστέρι αντιλαμβάνονται
την αραιή παρουσία του, όταν βλέπουν παρκαρισμένη τη
Μερσεντές με τον οδηγό έξω απ’ το
διόροφο των γονιών του.
«Οι εργαζόμενοι δεν θα δεχθούν μειώσεις μισθών! Το ενιαίο μισθολόγιο, οι
κύριοι της κυβέρνησης, να το βάλουν εκεί που ξέρουν. Δεν θα έρθει η κυρία
Μέρκελ να μας κοστολογήσει την εργασία μας»
«Μα εδώ έχω το δημοσίευμα με τα απαράδεκτα υψηλά μισθολόγια που παίρνετε κυριε….», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο δημοσιογράφος κι ο εργατοπατέρας-τηλεοπτικός αστέρας Μήτσος, πετάχτηκε απ’ την καρέκλα και βούτηξε το απόκομμα της εφημερίδας που ο συνομιλητής κρατούσε στο χέρι του.
«Μα εδώ έχω το δημοσίευμα με τα απαράδεκτα υψηλά μισθολόγια που παίρνετε κυριε….», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο δημοσιογράφος κι ο εργατοπατέρας-τηλεοπτικός αστέρας Μήτσος, πετάχτηκε απ’ την καρέκλα και βούτηξε το απόκομμα της εφημερίδας που ο συνομιλητής κρατούσε στο χέρι του.
«Είναι όλα ψευδή δημοσιεύματα! Ξέρουμε πολύ καλά τι ρόλο παίζουν αυτές οι φυλλάδες,
κύριοι. Και, στο κάτω-κάτω, οι εργαζόμενοι έχουν φτιάξει τη ζωή τους μ’ έναν
τρόπο. Δεν θα ανεχτούν να έρθει σήμερα αυτή η κυβέρνηση Τσολάκογλου και να
συντρίψει τα δικαιώματά τους. Την κρίση να πληρώσει η πλουτοκρατία, και όλοι
όσοι μας έφεραν μέχρι εδώ. Δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση τους»!
«Ποιος μαλάκας θα την πληρώσει ρε Κώστα;», ρώτησε ο Αργύρης τον φίλο του, χαμογελώντας, σε
μια προσπάθεια να ξανακερδίσει πίσω την προσοχή του από τον τηλεοπτικό δέκτη.
«Ασε, μην απαντήσεις, ξέρω την απάντηση», συνέχισε μόνος του. «Και δε μου λες,
για νάχουμε καλό ρώτημα, τούτος εδώ μιλάει για λογαριασμό της “εργατικής τάξης”
τώρα; Μιλάει και για λογαριασμό μου και λογαριασμό σου; Για να ξέρω».
Αυτή τη φορά ο Κώστας τράβηξε τα
μάτια του απ’ την οθόνη και γύρισε και κοίταξε βαθειά τον φίλο και συνάδελφό
του. Δεν του έδωσε καμιά απάντηση. Μόνο εκείνο το βαθύ βλέμμα, μαζί μ’ ένα
χαμόγελο στην άκρη των χειλιών του.
«Πες του ρε Κώστα, εσύ που τον ξέρεις όπως λες απ’ την παλιά σου γειτονιά,
άμα τον ξαναδείς να ‘ρθει μια βόλτα στη δουλειά. Πες του να ‘ρθει να δει τι
σημαίνει εργασία, ωράριο, πες του να ‘ρθει να του συστήσω το αφεντικό να του
εξηγήσει αυτά που έλεγε τις προάλλες για το …τριανταπεντάωρο. Μα αλήθεια, πόσο
στον κόσμο τους είναι ρε Κώστα; Και μας καλούν και σε …παλλαϊκές
κινητοποιήσεις, γιατί; Για να χάσουμε και τα μεροκάματα που δεν παίρνουμε; Ή
μήπως θα μας καλύψει κι εμάς το …απεργιακό ταμείο τους; Πόσα παραμύθια θα μας
πει ακόμα;»
Ο Κώστας ξαναγύρισε την καρέκλα
κόντρα στην tv, ώστε να την έχει και πάλι στην πλάτη του. «Κλείσε ρε Αλία το χαζοκούτι. Έχει ακόμα είκοσι λεπτά ν’ αρχίσει το
ματς. Και πιάσε και μια τελευταία μπύρα!»
«Φιλάρα, πίνουμε αυτή και την κάνουμε», είπε στον Αργύρη. Άντε, γιατί θα
περιμένει κι η γυναίκα στο σπίτι και ποιος την ακούει».
«Κερασμένη αυτή η μπύρα από μένα»! ακούστηκε από απέναντι η φωνή του αφεντικού που εξακολουθούσε να κάθεται σε
άλλο τραπέζι αυτή τη φορά και να «καθοδηγεί» τους παίκτες μιας παρτίδας τάβλι.
«Αργύρη, Κώστα, καλό μήνα κιόλας ρε παιδιά. Πρώτη έχει σήμερα ο μήνας! Τόχα
ξεχάσει»!
«Ναι, πράγματι», απάντησε ο
Κώστας. «Πρωταπριλιά»! συμπλήρωσε,
ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην τηλεόραση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου