Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα
θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που
διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να
αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες
της κριτικής οδηγούν την παρουσίαση.
Σελιδοδείκτης 7ος: Σέρι Μπέρμαν Το πρωτείο της πολιτικής Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα. Μετάφραση Ελένη Αστερίου. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014,
γράφει ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
Ποιος κέρδισε στη μάχη των πολιτικών ιδεολογιών του 20ού αιώνα;
Αμέσως μετά το 1989 πολλοί, ακολουθώντας τον Φουκουγιάμα, θα απαντούσαν
ότι κέρδισε ο φιλελευθερισμός με τη μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας
και της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα, δεδομένης της πιο πρόσφατης
οικονομικής κρίσης, μερικοί θα απαντούσαν ότι κέρδισε ο μαρξισμός γιατί
αυτός έχει διαγνώσει καλύτερα τα επαναλαμβανόμενα προβλήματα του
καπιταλισμού. Η Σέρι Μπέρμαν, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και διαυγής ιστορικός των
πολιτικών ιδεών, ισχυρίζεται ότι τη μάχη των ιδεολογιών κέρδισε η
σοσιαλδημοκρατία. Αν φαίνεται στις αρχές του 21ου αιώνα ότι η
σοσιαλδημοκρατία έχει φθίνει, πάλι αυτή θα δώσει τη λύση, με την
παγκόσμια πολιτική ρύθμιση του καπιταλισμού.
Αν ο καπιταλισμός δεν είχε καθοδηγηθεί εξαρχής και ορισμένες φορές, όπως μετά το 1929 και μετά το 2008, δεν είχε περισωθεί από την πολιτική, θα είχε καταρρεύσει. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός δεν ιδρύθηκε ούτε αναπτύχθηκε με «φυσικό» τρόπο, δηλαδή από μόνη τη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, αλλά κατασκευάστηκε και διατηρήθηκε χάρη σε εξωοικονομικούς σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες του νεωτερικού κράτους, δεν είναι καινούργια. Την οφείλουμε, μεταξύ άλλων, στον Καρλ Πολάνυ, του οποίου η Μπέρμαν δηλώνει οπαδός, καθώς και στον Αλεξάντερ Γκέρσενκρον.
Η καινούργια ιδέα της Μπέρμαν είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι η δίδυμη αδερφή του φασισμού γιατί - παρά τη σφοδρότατη αντίθεσή της προς αυτόν - και οι δύο γεννήθηκαν από τη μήτρα του κλασικού μαρξισμού, τον οποίο στη συνέχεια απέρριψαν. Γνωστοί φασίστες πολιτικοί ή διανοούμενοι, όπως οι Σορέλ, Μουσολίνι και ο Χεντρίκ ντε Μαν, αρχικά είχαν γίνει γνωστοί ως σοσιαλιστές. Με διαφορετικούς τρόπους, η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός αναθεώρησαν τον παραδοσιακό μαρξισμό. Αυτή γιατί απέρριψε τον οικονομικό ντετερμινισμό του μαρξισμού και τη βίαιη εκπόρθηση της εξουσίας. Εκείνος γιατί προσέφερε μια απάντηση στην οικονομική δυστοκία και στο κοινωνικό χάος που προέκυψαν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στον Μεσοπόλεμο, οι φασίστες στην Ιταλία και στη Γερμανία, όπως και οι σοσιαλδημοκράτες στη Σουηδία, επιχείρησαν να τιθασεύσουν την αγορά, οι πρώτοι με αντιδημοκρατικά μέσα, οι δεύτεροι κερδίζοντας τις εκλογές.
Ωστόσο, η πίστη στη δημοκρατία δεν ήταν το μόνο που ξεχώριζε τη σοσιαλδημοκρατία από τον φασισμό. Μπορεί η Μπέρμαν να έχει δίκιο ότι φασισμός και σοσιαλδημοκρατία είχαν κάποιες κοινές ιδεολογικές πηγές, αλλά είναι φανερό ότι υποβαθμίζει τις διαφορές τους. Τέτοιες είναι η ταύτιση του φασισμού με τη βία (την οποία η συγγραφέας θίγει σε μια υποσημείωση), η ρατσιστική αντίληψη του φασισμού για το έθνος και για τις κοινωνικές διαιρέσεις και η προσωπολατρία των φασιστών προς τον ηγέτη τους.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία επιβίωσε, ο φασισμός πάλι όχι. Αντίθετα με τον φιλελευθερισμό και τον μαρξισμό, η σοσιαλδημοκρατία θεώρησε ότι είναι επιθυμητός και δυνατός ο γάμος καπιταλισμού και δημοκρατίας. Στην πράξη κατόρθωσε να συγκεράσει τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία, πράγμα καθόλου εύκολο. Για τον σκοπό αυτόν υιοθέτησε κοινοτιστικά στοιχεία, δηλαδή σε διάφορα κράτη-έθνη, όπως στη Σουηδία, άρχισε να μιλά εκ μέρους όλου του έθνους, αντί μόνο εκ μέρους της εργατικής τάξης.
Στον προηγούμενο αιώνα, αυτός ο στόχος των σοσιαλδημοκρατών ήταν επαναστατικός γιατί αφενός έβαινε αντίθετα στις «βαθύτερες εγγενείς τάσεις» του καπιταλισμού, αφετέρου αντιμαχόταν την επιδίωξη των φιλελευθέρων για επέκταση της εμβέλειας της αγοράς. Ο στόχος επιτεύχθηκε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στο εθνικό επίπεδο, καθώς τον υιοθέτησαν ακόμα και αστικά κόμματα τα οποία θέλησαν να ρυθμίσουν την αγορά, σχεδίασαν την οικονομική ανάπτυξη, διατήρησαν ή επαύξησαν το κράτος πρόνοιας. Δεν είναι απίθανο ο ίδιος στόχος να επιτευχθεί και στον 21ο αιώνα στο υπερ-εθνικό επίπεδο, εφόσον, θα λέγαμε, εξακολουθήσει να ηγεμονεύει ιδεολογικά «το πρωτείο της πολιτικής» και επιπλέον συσταθεί μια υπερεθνική κοινότητα, όχι πλέον στη βάση εθνικών ταυτοτήτων, αλλά στη βάση κοινών αξιών.
Πρώτα η πολιτική
Στο καλομεταφρασμένο αυτό βιβλίο μαθαίνουμε ότι ως «πρωτείο της
πολιτικής» νοείται η ανάγκη η πολιτική να κατευθύνει την οικονομία της
αγοράς στο πλαίσιο του κράτους-έθνους, διατηρώντας παράλληλα τη
δημοκρατία και την κοινωνική σταθερότητα μέσω του περιορισμού των
βλαβερών συνεπειών της οικονομίας της αγοράς. Η σοσιαλδημοκρατία
διαμόρφωσε και επέβαλε διεθνώς τη δική της ιδέα του «πρωτείου της
πολιτικής». Ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, έδωσε προτεραιότητα στην
οικονομία της αγοράς, αδιαφορώντας για τις αποσταθεροποιητικές και
άδικες κοινωνικές επιπτώσεις της και αντιμετωπίζοντας με δυσπιστία τη
δημοκρατία γιατί μέσω αυτής θα μπορούσαν να αποκτήσουν την εξουσία ακόμα
και αντιφιλελεύθερες δυνάμεις. Ο κλασικός μαρξισμός, από την άλλη
μεριά, είχε υιοθετήσει ως αναλυτική αφετηρία το πρωτείο της οικονομίας
έναντι της πολιτικής, ενώ επανειλημμένα στάθηκε αμήχανος απέναντι στο
κράτος-έθνος και εχθρικός απέναντι στη δημοκρατία.
Αν ο καπιταλισμός δεν είχε καθοδηγηθεί εξαρχής και ορισμένες φορές, όπως μετά το 1929 και μετά το 2008, δεν είχε περισωθεί από την πολιτική, θα είχε καταρρεύσει. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός δεν ιδρύθηκε ούτε αναπτύχθηκε με «φυσικό» τρόπο, δηλαδή από μόνη τη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, αλλά κατασκευάστηκε και διατηρήθηκε χάρη σε εξωοικονομικούς σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες του νεωτερικού κράτους, δεν είναι καινούργια. Την οφείλουμε, μεταξύ άλλων, στον Καρλ Πολάνυ, του οποίου η Μπέρμαν δηλώνει οπαδός, καθώς και στον Αλεξάντερ Γκέρσενκρον.
Η καινούργια ιδέα της Μπέρμαν είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι η δίδυμη αδερφή του φασισμού γιατί - παρά τη σφοδρότατη αντίθεσή της προς αυτόν - και οι δύο γεννήθηκαν από τη μήτρα του κλασικού μαρξισμού, τον οποίο στη συνέχεια απέρριψαν. Γνωστοί φασίστες πολιτικοί ή διανοούμενοι, όπως οι Σορέλ, Μουσολίνι και ο Χεντρίκ ντε Μαν, αρχικά είχαν γίνει γνωστοί ως σοσιαλιστές. Με διαφορετικούς τρόπους, η σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός αναθεώρησαν τον παραδοσιακό μαρξισμό. Αυτή γιατί απέρριψε τον οικονομικό ντετερμινισμό του μαρξισμού και τη βίαιη εκπόρθηση της εξουσίας. Εκείνος γιατί προσέφερε μια απάντηση στην οικονομική δυστοκία και στο κοινωνικό χάος που προέκυψαν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στον Μεσοπόλεμο, οι φασίστες στην Ιταλία και στη Γερμανία, όπως και οι σοσιαλδημοκράτες στη Σουηδία, επιχείρησαν να τιθασεύσουν την αγορά, οι πρώτοι με αντιδημοκρατικά μέσα, οι δεύτεροι κερδίζοντας τις εκλογές.
Ωστόσο, η πίστη στη δημοκρατία δεν ήταν το μόνο που ξεχώριζε τη σοσιαλδημοκρατία από τον φασισμό. Μπορεί η Μπέρμαν να έχει δίκιο ότι φασισμός και σοσιαλδημοκρατία είχαν κάποιες κοινές ιδεολογικές πηγές, αλλά είναι φανερό ότι υποβαθμίζει τις διαφορές τους. Τέτοιες είναι η ταύτιση του φασισμού με τη βία (την οποία η συγγραφέας θίγει σε μια υποσημείωση), η ρατσιστική αντίληψη του φασισμού για το έθνος και για τις κοινωνικές διαιρέσεις και η προσωπολατρία των φασιστών προς τον ηγέτη τους.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία επιβίωσε, ο φασισμός πάλι όχι. Αντίθετα με τον φιλελευθερισμό και τον μαρξισμό, η σοσιαλδημοκρατία θεώρησε ότι είναι επιθυμητός και δυνατός ο γάμος καπιταλισμού και δημοκρατίας. Στην πράξη κατόρθωσε να συγκεράσει τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία, πράγμα καθόλου εύκολο. Για τον σκοπό αυτόν υιοθέτησε κοινοτιστικά στοιχεία, δηλαδή σε διάφορα κράτη-έθνη, όπως στη Σουηδία, άρχισε να μιλά εκ μέρους όλου του έθνους, αντί μόνο εκ μέρους της εργατικής τάξης.
Σοσιαλδημοκρατικό μέλλον
Η Μπέρμαν μάς θυμίζει ότι θα ήταν τυφλός όποιος δεν βλέπει την
υπεροχή του καπιταλισμού σε σύγκριση με άλλα οικονομικά συστήματα. «Η
μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία... αντιλαμβάνεται τα υλικά οφέλη που φέρνει ο
καπιταλισμός και δεν θέλει να τα στερηθεί, αλλά φοβάται τις κοινωνικές
και πολιτικές επιπτώσεις του». Για τη συγγραφέα, σε αυτό το ζήτημα και
σήμερα και στο μέλλον η λύση είναι σοσιαλδημοκρατική. Αρκεί η
σοσιαλδημοκρατία να μην περιοριστεί στο όραμα ενός «καπιταλισμού με
ανθρώπινο πρόσωπο» ούτε να ακολουθήσει τον ευάλωτο στον
νεοφιλελευθερισμό «Τρίτο Δρόμο», αλλά να επιδιώξει, σε παγκόσμιο πλέον
επίπεδο, τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων του καπιταλισμού «στο
ελάχιστο δυνατό».
Στον προηγούμενο αιώνα, αυτός ο στόχος των σοσιαλδημοκρατών ήταν επαναστατικός γιατί αφενός έβαινε αντίθετα στις «βαθύτερες εγγενείς τάσεις» του καπιταλισμού, αφετέρου αντιμαχόταν την επιδίωξη των φιλελευθέρων για επέκταση της εμβέλειας της αγοράς. Ο στόχος επιτεύχθηκε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στο εθνικό επίπεδο, καθώς τον υιοθέτησαν ακόμα και αστικά κόμματα τα οποία θέλησαν να ρυθμίσουν την αγορά, σχεδίασαν την οικονομική ανάπτυξη, διατήρησαν ή επαύξησαν το κράτος πρόνοιας. Δεν είναι απίθανο ο ίδιος στόχος να επιτευχθεί και στον 21ο αιώνα στο υπερ-εθνικό επίπεδο, εφόσον, θα λέγαμε, εξακολουθήσει να ηγεμονεύει ιδεολογικά «το πρωτείο της πολιτικής» και επιπλέον συσταθεί μια υπερεθνική κοινότητα, όχι πλέον στη βάση εθνικών ταυτοτήτων, αλλά στη βάση κοινών αξιών.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής
Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου