Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Αργύρης Χιόνης [1943-25.12.2011]

Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. 
Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος· όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το δωμάτιο ή το τοπίο.

[Αργύρης Χιόνης 1943-25.12.2011]

 

Είναι ντυμένη φόνο και ηδονή
κάτω από τη νεκρή βιζόν, φορεί
τα ασπαίροντα βυζιά της.

ESTEBAN ARGENTEA NIEVE

 
"Η τέχνη πάντα λειτουργούσε ως παραμυθία για τον άνθρωπο" γράφει και λέει ο ποιητής Αργύρης Χιόνης. Αυτοβιογραφική, χαμηλών τόνων, άλλοτε υπαινικτική και πάντα εύληπτη η ποίησή του τον κατέταξε ανάμεσα στις σημαίνουσες ποιητικές φωνές της χώρας.   




"Η ποίηση μου είναι περιγραφική ούτως ή άλλως και επειδή ως τώρα οι ποιητικές μου συλλογές είχαν πρωτότυπους τίτλους στους οποίους κυριαρχούσε το οξύμωρο, όπως "Ο Ακίνητος δρομέας", "Η Φωνή της σιωπής" κ.λπ., θεωρώ ότι τούτος ο τίτλος είναι κοινότοπος αλλά ταυτόχρονα ουσιαστικός". Με τα λόγια αυτά απάντάει στην ερώτηση της κ. Πόλυς Κρημνιώτη "Ότι περιγράφω με περιγράφει" παράξενος τίτλος για ποίηση;" και συνεχίζει  " Ίσως επειδή έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία κι έχω πειστεί πραγματικά πως ό,τι έχω γράψει με έχει γράψει. Υπάρχει μια ρήση του Πάουλ Κλε που πάνω κάτω λέει ότι όταν κοιτάζω ένα δέντρο δεν ξέρω αν είμαι εγώ που το παρατηρώ ή αυτό που με παρατηρεί. Κάποια στιγμή παρατηρητής και παρατηρούμενο ταυτίζονται".[1]

Εγκαταλείπει τις Βρυξέλλες, παραιτείται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δούλευε ως μεταφραστής και στήνει τη νέα του ζωή στο Θροφαρί, ένα πολύ μικρό χωριό της Κορινθίας, το 1992. Εκεί μαζί με την ποίηση καλλιεργεί τις ελιές και τον κήπο του. "Από το χώμα ερχόμαστε, στο χώμα καταλήγουμε. Στο μεταξύ διάστημα παριστάνουμε τους κηπουρούς."

Υπαρξιακή αγωνία διαπερνά την τελευταία ποιητική του συλλογή. Δεν το αρνείται και την τοποθετεί στην συλλογική πράξη:  "Η υπαρξιακή αγωνία είναι στοιχείο ζωτικό στην ποίησή μου. Για παράδειγμα οι ποιητές τους οποίους θεωρώ δασκάλους μου, είναι ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Μπέκετ, ο Κάφκα... Επειδή ωστόσο ζω σε μια κοινωνία και είμαι ζώο πολιτικό πιστεύω ότι η προσωπική μου αγωνία εντάσσεται στη συλλογική αγωνία ή αν θέλετε η συλλογική αγωνία εκφράζεται από την προσωπική μου στάση".

Είχε προειδοποιήσει τον Θάνατο: Δεν σ` ονομάζω Θάνατο,/ Θανή σ` αποκαλώ/ αφού θα μ` αγκαλιάσεις κάποτε,/ σε προτιμώ γυναίκα.// 

Είχε αφήσει μια αφιέρωση, στη Χρύσα, Όταν σου αναγγείλουνε τον θάνατό μου,/ κάνε ό,τι θα `κανες αν σου χαρίζαν/ έν` άδειο βάζο./ Θα το γέμιζες λουλούδια`/ έτσι δεν είναι;//

Είχε σταθεί απέναντι στον καθρέπτη, Όπου κι αν γύριζε το πρόσωπο, η λάμπα τον ακολουθούσε. Αν έσκυβε, πήγαινε κι έμπαινε κάτω απ` τη μύτη του, αν σήκωνε το κεφάλι ψηλά στεκόταν πάνω απ` τα μάτια του, αν έκλεινε τα μάτια χωνόταν στο κρανίο του και τόνε τύφλωνε από μέσα. Ομολόγησε τα πάντα, αλλά το μαρτύριο δεν τέλειωσε, γιατί η λάμπα δεν ήταν ανακριτική` ήταν απλώς η λάμπα του. 

Οι ποιητές δεν σιωπούν. Καταθέτουν το έργο τους. Αυτό είναι το παράδειγμά τους. Ο καρπός τους. Η πράξη τους. Η τέχνη τους και η προσπάθεια επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Στη "Φωνή της Σιωπής" έγραψε "Η ποίηση πρέπει να’ναι/ Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο/ Πάνω που θα’χεις γλυκαθεί/ Να σπας τα δόντια σου.//[2]

Οξύμωροι τίτλοι, ποίηση της καθημερινής ζωής, ειδωμένη μέσα από μαγεία της φύσης. Ο Χιόνης, ποιητής και αγρότης, μια σπείρα η ζωή του,  πέθανε στην Αθήνα από οξύ έμφραγμα. Τίτλοι τέλους; Η ποίηση μένει παρούσα, ο έρωτας είναι παντού... 


Μικρό βιογραφικό και εργογραφικό σημείωμα 

Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας. 

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη"). Τέλος, το 2010 και από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφόρησε  η συλλογή " Ό, τι περιγράφω με περιγράφει".

Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998) και " Όντα και η όντα " (Γαβριηλίδης, 2006).

Είχε ασχοληθεί με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003).



πίνακας: Edward Hopper: Ξαπλωμένο Γυμνό, περ.1924-1927, Νέα Υόρκη, Μουσείο Χουίτνεϊ της Αμερικανικής Τέχνης


σημειώσεις

[1]συνέντευξη του Α.Χιόνη στην κ.Πόλυ Κρημνιώτη και στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, 07.11.2010

[2] ποιήματα και στίχοι του Α.Χιόνη από τις συλλογές "Η φωνή της σιωπής", "Το υπόγειο" και " Ό, τι περιγράφω με περιγράφει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου