Σελιδοδείκτης 56ος
Laurent Mauvignier
Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη
Μετάφραση - Επίμετρο Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014
Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη
Μετάφραση - Επίμετρο Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014
Ένας πολύ παράλογος θάνατος
γράφει ο Νίκος Δαββέτας
Το σύντομο αφήγημα του Λοράν Μοβινιέ είναι -για
να μεταχειρισθούμε μια έκφραση κλισέ- γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη, «το
τσεκούρι που κομματιάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας», σύμφωνα με τον
βιβλιοφιλικό αφορισμό του Κάφκα. Από τις πρώτες κιόλας αράδες του
αντιλαμβάνεσαι ότι διαβάζεις έναν τραγικό μονόλογο, ιδιαίτερα αντισυμβατικό,
που εκμηδενίζει οποιαδήποτε ηθική στάση.
Το συγγραφικό εγχείρημα του Μοβινιέ εκκινεί από ένα πραγματικό γεγονός που
απασχόλησε για μέρες τον γαλλικό Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: τον
Δεκέμβριο του 2009, ο νεαρός Μικαέλ Μπλεζ, άνεργος και περιθωριακός, με
καταγωγή από τη Μαρτινίκα, συλλαμβάνεται σε σούπερ μάρκετ της Λυών από τους
σεκιουριτάδες του καταστήματος γιατί προσπάθησε να κλέψει μερικές μπίρες. Οι
σεκιουριτάδες δεν θα καλέσουν την αστυνομία αλλά θα πάρουν τον νόμο στα χέρια
τους. Θα οδηγήσουν τον Μπλεζ στην αποθήκη του καταστήματος και θα τον
ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου.
Ο εισαγγελέας της Λυών θα παραπέμψει αργότερα σε δίκη τους άνδρες της ασφάλειας
για «απρόκλητη σωματική βία με συνέπεια τον ακούσιο θάνατο του θύματος». Από τη
φράση του εν λόγω εισαγγελέα «είναι απαράδεκτο να πεθαίνει σήμερα κανείς για
μερικά κουτάκια μπίρα», ξεκινά και ο λόγος του άγνωστου αφηγητή που
απευθύνεται, πρωτίστως, στον αδελφό του θύματος, όταν αυτός καλείται να
αναγνωρίσει και να κηδέψει τον άτυχο Μικαέλ.
Το κείμενο, εξαιτίας της ειδησεογραφικής εκκίνησής του, θα μπορούσε να
εξελιχθεί σε ένα καταγγελτικό, πολιτικώς ορθό λογύδριο για την ανεξέλεγκτη βία,
τον ρατσισμό, την ανεργία των νέων και να καταντήσει τελικά λογοτεχνικά
αδιάφορο. Ομως ο Μοβινιέ, σαν έμπειρος γραφιάς, κρατά τον ρεαλιστικό πυρήνα της
ιστορίας, αλλά στην ανάπτυξή της αποφεύγει τον σκόπελο της ξερής καταγγελίας
και του διδακτισμού, στοχεύοντας πέρα από τις κοινωνικές συνθήκες, σε ένα
ευρύτερο πεδίο, δηλαδή στις ψυχολογικές επιπτώσεις των κοινωνικών συνθηκών,
στην ευτέλεια και την απόγνωση του ανθρώπινου είδους, στη σκοτεινή ρίζα της
εγκληματικότητας.
Ο λόγος που αρθρώνει ο ανώνυμος αφηγητής, εξ ονόματος του δολοφονημένου νέου,
είναι εξαιρετικής πυκνότητας και ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην τεκμηριωτική
μυθοπλασία και το μη μυθοπλαστικό πεζογράφημα, αντλώντας βιογραφικά στοιχεία
από την καθημερινότητα του ήρωα, τον οικογενειακό περίγυρο, τις εφήμερες
ερωτικές του σχέσεις. Παράλληλα όμως ποτέ δεν χάνει τον ποιητικό του ρυθμό και
τη θεατρική του καταγωγή, ακόμη κι όταν μιλά για το ανθρώπινο σώμα που
μετατρέπεται μπροστά στα μάτια μας σε πτώμα:
«Οταν τα χτυπήματα άρχισαν να πέφτουν βροχή κι εκείνος δεν έκανε τίποτα πέρα από
εκείνη την ενστικτώδη κίνηση, αρχαία όσο και ο θάνατος, να προσπαθήσει να
προστατευτεί, βάζοντας τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπο σαν να μην ήθελε να δει
και να καταλάβει αυτό που επρόκειτο να συμβεί (…) θέλω να καταλάβω, θα πεις, τα
ίχνη του αίματος στα χέρια, να καταλάβω τα μπλαβιασμένα χείλη, και στο στόμα
δυο δόντια σπασμένα, τα κλειστά μάτια κάτω από την πρησμένη σάρκα, τους μαύρους
κύκλους στο χρώμα της στάχτης…».
Η Νεοϋορκέζα κριτικός Ρουθ Φράνκλιν παρατηρεί πως «κάθε λέξη, κάθε φράση,
αλλόκοτη ή κοινότοπη, προσθέτει μια ψηφίδα στο συνολικό οικοδόμημα, ώσπου το
ίδιο μοιάζει αδύναμο πλέον να αντέξει άλλο βάρος». Κι εκεί που νομίζεις ότι το
οικοδόμημα θα καταρρεύσει από το συγκινησιακό φορτίο, ένα ρεαλιστικό εφέ μάς
επανασυνδέει με την αμείλικτη πραγματικότητα, υπενθυμίζοντας ότι ο νεκρός στον
οποίο αναφέρεται είναι ήδη νεκρός, για πάντα νεκρός, θύμα μιας άνανδρης,
δολοφονικής επίθεσης, μέρα μεσημέρι, μέσα σε ένα κατάμεστο σούπερ μάρκετ, όχι
στην Αφρική ή την εμπόλεμη Συρία, μα στην καρδιά της Ευρώπης, στην πολιτισμένη
Γαλλία. Οπως πολύ σωστά επισημαίνει στο διαφωτιστικό επίμετρο του βιβλίου ο
μεταφραστής του έργου Σπύρος Γιανναράς, «αυτός ο ρυθμικά επαναληπτικός
μονόλογος αφηγείται μιαν ύβριν. Κι η ύβρις δεν έγκειται στο παράλογο, ούτε στην
ευτέλεια του συγκεκριμένου θανάτου, αλλά στην ίδια τη φύση ενός πολιτισμού που
είναι θεμελιωμένος στη λήθη του θανάτου».
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου