Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα
θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που
διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να
αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες
της κριτικής οδηγούν την παρουσίαση.
Σελιδοδείκτης 6ος: Χρίστος Λάσκαρης Ποιήματα εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004
γράφει η κ. Ελένη Κονιδάρη
Χρίστος Λάσκαρης: Ο ποιητής της ασπρόμαυρης ζωής
Η γνωριμία μου με την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη
ήταν τυχαία, τουλάχιστον όσο τυχαία μπορεί να είναι μια τέτοια
συνάντηση. Πριν από χρόνια, στην τελευταία σελίδα κάποιου fanzine, εκεί
που συνήθως μπαίνει κάτι πρόχειρο για να γεμίσει ο χώρος, διάβασα δυο
ποιήματα του. Έψαξα για λίγο, δε βρήκα κάτι σχετικό κι αποξεχάστηκα.
Πρόσφατα είδα στις επιφυλλίδες μια λιτή ανακοίνωση για την έκδοση ενός
συγκεντρωτικού τόμου και τον προμηθεύτηκα*. Τα ποιήματα που περιέχει
είναι γραμμένα σε διάστημα σαράντα χρόνων, από το 1965 και μετά. Τα μόνα
βιογραφικά στοιχεία που ξέρω για τον ποιητή είναι ότι γεννήθηκε το 1931
στην Ηλεία, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως και εργαζόταν
ως αυτοκινητιστής στην Πάτρα.
Τα ποιήματά του Λάσκαρη είναι ανεξαιρέτως
ολιγόστιχα και αυτό σε συνδυασμό με τη θεματική επανάληψη και την απαισιόδοξη
στάση που προβάλλουν, φτιάχνουν ένα ποιητικό έργο συμπαγές μεν, μικρής απήχησης
δε. Τα ελληνικά του είναι απλά και στρωτά, δίχως ιδιωματισμούς, εξεζητημένες
γλωσσικές επιλογές ή τερτίπια στη σύνταξη - ακούγονται σαν ψίθυροι ενός
ειλικρινούς και μοναχικού ανθρώπου. Χρησιμοποιεί συχνότερα το πρώτο ενικό
πρόσωπο και ο στίχος είναι ελεύθερος, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων[1].
Ο Λάσκαρης δεν καταπιάνεται με τα μείζονα θέματα
που απασχόλησαν πλειάδα ποιητών της γενιάς του. Για παράδειγμα, τα μεγάλα
πολιτικά γεγονότα που σφράγισαν τη ζωή των Ελλήνων την περίοδο 1945 - 1975
-δηλαδή την εποχή της εφηβικής ηλικίας και της νεότητας του ποιητή- κάνουν
ελάχιστα αισθητή την παρουσία τους στο μικρόκοσμο των καταβρεγμένων αυλών και
των τηγανισμάτων[2].
Γίνονται ωστόσο κάποιες αναφορές στις θηριωδίες του εμφυλίου[3], στην έκπτωση των πολιτικών και
κοινωνικών αιτημάτων της δεκαετίας του '60[4]
και στα αυταρχικά καθεστώτα γενικά[5].
Η ματιά του είναι στραμμένη στις ανάσες της καθημερινότητας και η θεματική του
περιστρέφεται γύρω από το υπαρξιακό άγχος μιας ζωής που δε βρίσκει δικαίωση. Ποτάμι,
φεγγάρι, πηγάδι, συνηθίζω, μόνος, κουρασμένος, γέρος, νεκρός, πεθαμένος,
θάνατος, τάφος, απόγευμα, άνοιξη, χειμώνας, Κυριακή, επαρχία, κάμαρα, παράθυρο,
φωταγωγός, είναι λέξεις που επανέρχονται συχνά στα γραφτά του. Η
θεματολογία του Λάσκαρη περιστρέφεται πολύ συχνά γύρω από τη νοσταλγία των
παιδικών χρόνων και της πρώτης νιότης και τη συνακόλουθη πίκρα για την οριστική
απώλεια της αθωότητας. Οι φτωχογειτονιές της Ελλάδας του '40 και του '50
αναφέρονται συχνά, με μια θύμηση γεμάτη αγάπη και όχι πάντα ωραιοποιημένη ως
παρελθούσα, μ' άλλα λόγια ως «ασπρόμαυρη ζωή»[6].
Ο ποιητής συχνά αποστρέφεται ορισμένα πράγματα
που νοούνται ως πρόοδος: «να υπάρχει η μικρή μας γειτονιά... Ή μήπως πέρασε
ο δρόμος πάνω απ' όλα αυτά...»[7].
Λέξεις όπως «ευτυχία» και «γέλιο», μπαίνουν στο λεξιλόγιο του ποιητή σχεδόν
αποκλειστικά όταν αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, σε μια εποχή που
χρησιμεύει ως μνημονικό καταφύγιο ενός σχεδόν αφόρητου παρόντος. Οι κουβέντες «για
την καταπίεση, για οργισμένους νέους και την εποχή μας» τον κάνουν να βαριέται,
ενώ εκείνο που θα τον ευχαριστούσε είναι ν' ακούσει «ένα ευτυχισμένο ποίημα»[8]. Προκύπτει λοιπόν εδώ η ανάγκη
της νοερής φυγής προς το παρελθόν, προς έναν κόσμο που αν και περιλάμβανε
ψειριασμένους, μέθυσους, αστυφύλακες, κακοποιημένες γυναίκες και πάνινα τόπια[9], στα παιδικά μάτια παρέμενε
ασφαλής και ευτυχισμένος. Η νοσταλγία του ποιητή για το παρελθόν δεν αναφέρεται
στις τότε συνθήκες ζωής αλλά στην αθωότητα του βλέμματος, καθώς για να φτάσει
κανείς ως το παιδικό χαμόγελο πρέπει πολύ να ονειρευτεί[10]. Όταν όμως καταφέρνει να φέρει
τον εαυτό του σε ένα σημείο του απώτερου παρελθόντος, πίσω στην εποχή της
αθωότητας, ο ζόφος αντανακλάται και πολλαπλασιάζεται: «Δεν ξέρει τίποτα η
αυγή / όταν χαράζει ευτυχισμένη... απ' το σκοτάδι που ζυγώνει»[11]. Ίσως ακριβώς μέσα απ' αυτό το
μηχανισμό η παιδική ηλικία αποτελεί και τη γνησιότερη πηγή έμπνευσης: «Μέσα
σου να σκάβεις: / ξεθάβοντας / μέρες παιδικές / για τρυφερά, / εξαίσια ποιήματα»[12]. Αξιολογώντας λακωνικά τη ζωή,
καταλήγει με βεβαιότητα: «Σαν τον καφέ κι η ζωή. Μόνο οι πρώτες ρουφηξιές αξίζουν»[13].
Οι γονείς του Λάσκαρη παίζουν βασικό ρόλο στις
αναμνήσεις του. Τους θυμάται νέους, σε μικρά στιγμιότυπα, τη μητέρα του να
κάθεται στην αυλή και να μπαλώνει[14]
και τον πατέρα του να κλαίει μες τον ύπνο του[15]. Ο θάνατος και των δύο σημαίνει τον αμετάκλητο
χαμό της παιδικότητας. Το παρελθόν με το παρόν συγκρούονται έντονα, με
αποτέλεσμα σπαρακτικό. Η ανάμνηση των πρωινών ετοιμασιών για το σχολείο
μπερδεύεται με την ανάμνηση των ετοιμασιών της ταφής του πατέρα του[16] και η θέα του νεκρού σώματος
της μητέρας του στο νοσοκομείο τον συγκλονίζει: «Καθώς την κοίταζα μες στο
καλό της φόρεμα / τη θυμήθηκα στο χωριό Κυριακή / που πηγαίναμε για την
εκκλησία. / Τι γυρεύαμε σ' αυτό το υπόγειο! / «Μάνα», τραύλισα, / κι αναλύθηκα
σε λυγμούς» [17].
Η έμφαση που δίνει ο Λάσκαρης στις μνήμες από την
παιδική του ηλικία, οδηγεί σχεδόν αυτονόητα και σε ποιήματα που πραγματεύονται
ευρύτερα το ζήτημα του χρόνου. Ο χρόνος πανδαμάτωρ, απέναντι στον οποίο ο
ποιητής παραλύει και εν τέλει του παραδίδεται. «Μέρες πάνω στις μέρες, / κι
από κάτω να στενάζει πλακωμένη / μια ζωή»[18] γράφει, παρουσιάζοντας το χρόνο σαν αδυσώπητο
σεισμό και τις υποδιαιρέσεις του σαν συντρίμμια που καταπλακώνουν ένα βίο
αβίωτο. Η ανημποριά απέναντι στη επικράτεια του χρόνου, οι διαρκείς αναβολές
των επιθυμιών για χάρη τετριμμένων αναγκών[19],
παραδίδουν το σώμα και το πνεύμα στην ακινησία, ώσπου εν τέλει ο άνθρωπος
γίνεται «απλώς, / μια επιφάνεια, / που πάνω της / κάνει τσουλήθρα ο χρόνος»[20]. Η μοναδικότητα ωστόσο των
στιγμών, το πολύτιμο παρόν, επισημαίνονται με ηδονική οδύνη. «Αυτό το
ποίημα / ποτέ δε θα το ξαναγράψω. / Ποτέ δε θα περάσω / απ' τα ίδια φιλιά»
[21] γράφει,
θυμίζοντας το ποτάμι του Ηράκλειτου.
Το ιδιοσυγκρασιακό πορτρέτο του Λάσκαρη
ιχνογραφείται με αδρές πινελιές σε διάσπαρτα σημεία του έργου του. Ομολογεί ότι
πιο εύγλωττα κι απ' τα γραφτά του μιλάει γι' αυτόν μια παλιά οικογενειακή
φωτογραφία που τον απεικονίζει να «κοιτάζει φοβισμένα το φακό, κολλημένος
πάνω στον πατέρα του»[22].
Μέσα σε τρεις στίχους, συνοψίζει τη ζωή του: «Μέσα σ' ένα πηγάδι έζησα· /
και πάνω μου περνώντας / το φεγγάρι μακρινό»[23]. Στο παρόν, κυρίαρχο συναίσθημα
είναι η παραίτηση: «Συνεχίζει να ζει / όπως / μετά το τέλος του
προγράμματος / η τηλεόραση / που την ξεχάσαν αναμμένη»[24]. Ο θάνατος, πανταχού παρών σ'
όλο το έργο του, δε σταματά στιγμή να απασχολεί τη σκέψη του: «Στη λέξη
θάνατος / κατέφυγα πολλές φορές· / μου φαίνονταν / η μόνη αληθινή»[25].
Στην ποίηση του Λάσκαρη παρουσιάζεται συχνά η
πνιγηρή ατμόσφαιρα του μικροαστισμού είτε των μητροπόλεων είτε της επαρχίας. Η
δύναμη και η ομορφιά της φύσης αντιπαραβάλλονται με την απομυθοποιητική
παραλυτική επίδραση του αστικού περιβάλλοντος. «Λέξεις να βρω που να
γαντζώνουν στο τσιμέντο»[26]
γράφει χαρακτηριστικά, ενώ οικτίρει τους ανθρώπους της πόλης που αφού πλένουν
το αυτοκίνητο βγαίνουν στην εξοχή για «να φέρουνε στο διαμέρισμα λουλούδια»[27]. Η μοναξιά, η συμμόρφωση, η
ομοιομορφία και η καταστολή της φαντασίας είναι οι αστικοί εφιάλτες του Λάσκαρη[28]. Η ρουτίνα, η επανάληψη, η
μαζικοποίηση, δημιουργούν μια ασφυκτική ατμόσφαιρα και στραγγαλίζουν τα όνειρα[29]. Το ποίημα «Θα κατεβαίνεις
σκάλες»[30] που
φαίνεται να έχει έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, θα μπορούσε να είναι μια
κλεφτή ματιά στο τι θα έγραφε ο Καββαδίας αν δεν είχε μπαρκάρει ποτέ: «Στον
Πειραιά, η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει / και στο γραφείο οι συνάδελφοι. / Και θα
ραγίζεις / και στα δυο η πέτρα σου θα σπα / καθώς απ' το παράθυρο στην
προκυμαία θα κοιτάς / το πλοίο που ξεμάκρυνε - / σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου».
Ο κύριος λόγος για τον οποίο η πόλη προκαλεί αποστροφή στον ποιητή, φαίνεται να
είναι το ότι υποβάλλει μια ζωή ερήμην συνείδησης του μέτρου των πραγμάτων: «Τον
ολονύχτιο σπαραγμό της θάλασσας / εκεί, στο βρώμικο κανάλι, / την ώρα που η ζωή
/ στα μαλακά της στρώματα κοιμάται / ποιο ποίημα θα μπορέσει να σου πει...»[31]
Ο έρωτας στο ποιητικό σύμπαν του Λάσκαρη
παρουσιάζεται με δύο όψεις, αυτή του ανεκπλήρωτου και αυτήν της φυσικής
εκπνοής. Ανεκπλήρωτος, ο έρωτας που πέρασε δίπλα μας και δεν προφτάσαμε να τον
αγγίξουμε[32] ή ο
έρωτας που δεν ήρθε ποτέ. Το ποίημα «Θα μιλήσω γι' αυτούς» κάνει ένα θαυμάσιο
διάλογο με το πολύ γνωστό ποίημα του συνομήλικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου
«Ενός λεπτού σιγή»[33]
για τη μοναξιά των ασυντρόφευτων ανθρώπων. Η προσέγγιση του Λάσκαρη για τον
έρωτα δεν είναι εξιδανικευμένη, ζητούμενό του είναι η ένταση των συναισθημάτων
που ο έρωτας παράγει, κι όχι το κουκούλι της ικανοποίησης. Παραθέτουμε ένα από
τα ωραιότερα ποιήματα του τόμου, το «Λαϊκό ζευγάρι»:
Μπορεί να λέγεται Ολυμπία
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'ναι χοντρή
και ν' αγοράζει βερεσέ απ' το περίπτερο,
να μασουλάει τσίχλα
και να τραγουδάει.
Κι αυτός μπορεί να λέγεται Αποστόλης
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'χει συνήθειες λαϊκές,
να πίνει
και να κάνει μεθυσμένος έρωτα -
κι όμως εσύ ο ανώτερος
να τους ζηλεύεις[34].
Όμως ακόμα περισσότερο βασανιστικός απ' τον έρωτα
που δεν ήρθε, είναι ο έρωτας που μαράθηκε. «Θυμάσαι το νερό γυναίκα; / Ήταν
τα μάτια μας π' αδειάσανε»[35]
γράφει με πίκρα. Η παραίτηση και η σιωπηρή αποδοχή της πραγματικότητας είναι κι
εδώ φανερή: «Σβήσε το φως / είναι αργά· / αργά για ο,τιδήποτε»[36].
Η αγάπη με την ευρύτερή της έννοια δεν
παρουσιάζεται σχεδόν ποτέ με άμεσο τρόπο. Το μοναδικό ποίημα της συλλογής που
αναφέρεται στην αγάπη, είναι ένα μικρό κόσμημα τρυφερότητας: «Αναβρύζεις
και πάλι δροσιά των σπλάχνων μου / και ποτίζονται οι ρίζες της ερημιάς... τα
ποτάμια ξαναβρίσκουν τη θάλασσα / κι η θάλασσα το χρώμα της το βαθύ / της
αγάπης»[37].
Η απαισιόδοξη θέαση του κόσμου δεν ανακόπτεται,
αλλά ορισμένες φορές τονίζεται από καυστικές επισημάνσεις. «Το φωτεινό
χαμόγελό σου, / που έως θανάτου / το επόθησαν οι εραστές, / η τερηδόνα / θα στο
αχρηστέψει»[38]
γράφει χαριτολογώντας πικρά. «Ένα κρεβάτι / και να είναι Αύγουστος, / και
ξέρω εγώ να ξαναζήσω»[39]
δηλώνει σπινθηρίζοντας απροσδόκητα σε ένα ποίημα που αποτελεί υπόδειγμα
λιτότητας στην έκφραση.
Ο Λάσκαρης αναφέρεται πολύ συχνά, ίσως και
καταχρηστικά, στην ίδια την ποίηση. Η υπαρξιακή αγωνία του ποιητή αποτυπώνεται
στη μεταφορά ενός διασκελισμού από τα βάθη της γης ως τον ουρανό[40] ή στην παρομοίωση της γραφής με
σκάψιμο: «Δε γράφονται τα ποιήματα σ' ένα χαρτί· / ξεθάβονται / με μιαν
αξίνα τα μεσάνυχτα / αφήνοντας / από 'να λάκκο»[41]. Ο εξορκισμός του θανάτου[42] είναι αυτονόητος λόγος για τη
γραφή. Για το Λάσκαρη, η ποίηση είναι επιπλέον φορέας ευτυχίας, ελευθερίας,
αγάπης[43], ζεστασιάς[44], στήριγμα ζωής[45] και απαντοχή για τα γεράματα[46]. Και πάνω απ' όλα, είναι
συμφιλίωση με τον τρόμο: «Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα. / Ό,τι διαβάζετε, /
είναι ο τρόμος της ψυχής μου. / Δοσμένος σε παραλλαγές»[47]. Η ποίηση δεν μπορεί να μας
σώσει -αν ήταν άλλωστε έτσι τότε θα ήμασταν όλοι χαρούμενοι βάρδοι-, μπορεί
μόνο να μας κάνει να ανεχτούμε τη ζωή: «Έριχνε ποιήματα σ' ένα πηγάδι μέσα.
/ Θα το εξαφανίσω, είχε πει· / κι απλώνοντας το χέρι του στον ουρανό, / έκοβε
κάθε τόσο / κι από ένα - / ώσπου ο ουρανός άδειασε»[48]. Αν και απορρίπτει τους κανόνες
για την ποίηση[49],
δεν παραλείπει να δώσει έναν κανόνα με τον οποίο είναι συνεπής σε όλη την
έκταση του έργου του. Αμφισβητεί τα ποιήματα ποταμούς, υιοθετεί τα «ποιήματα
καμικάζι»[50]
και προτρέπει σε οικονομία στο λόγο: «Ας δούμε το δέντρο. / Τι κάνει σε
καιρό ανθοφορίας. / Κανόνας: / δεν κρατάει ποτέ / όλα τα άνθη του· / πολλά τα
ρίχνει»[51].
Αυτό που η ποίηση πρέπει να κομίζει στους άλλους, είναι κατά το Λάσκαρη μια
λεπταίσθητη σύλληψη της πραγματικότητας, οι όψεις εκείνες που την αναδεικνύουν
σε όλη τη μεγαλοσύνη και την τραγικότητά της: «Να σταματήσουν / οι μπαλλάντες
και τα ποιήματα, / να γίνει επιτέλους σιωπή, / όπως εκείνη / που φέρνουνε το
σκοτωμένο / στο ξυλοκρέβατο / κι ακούγεται η σπαραχτική κραυγή / μεσ' απ' το
σπίτι»[52].
Ασφαλώς έχει επίγνωση του ότι το ποίημα ταξιδεύει πέρα απ' το δημιουργό κι αυτό
του προκαλεί κάποια αμφιθυμία. Ενώ νιώθει ότι γίνεται «βορά σε ξένα χέρια»[53], χαίρεται με το μυστήριο των
ποιημάτων που υπάρχουν μέσα σε κάθε ποίημα[54].
Ορισμένες στιγμές γίνεται αυστηρός με τους ομότεχνούς του, δίχως όμως να
εξαιρεί τον εαυτό του. Η περιγραφή του ποιητή ως ασκητική φυσιογνωμία αναδύεται
μέσα από αναφορές στην έκπτωση της εκκοσμίκευσης της τέχνης του[55]. Απευθυνόμενος μάλιστα «σε
φίλο ποιητή» μας εκπλήσσει με την ξαφνική αλλαγή του τόνου του: «Φαίνεται
πώς δεν έχεις τίποτα να πεις, / αφού ολόκληρη ζωή μιλάς»[56].
Η μοναξιά και η αποξένωση εκφράζονται συχνά στην
ποίηση του Λάσκαρη με αναφορές σε κοινωνικούς χώρους: πάρκα, ζαχαροπλαστεία,
καφενεία, ξενοδοχεία, όλα μέρη στα οποία συναθροίζεται κόσμος αλλά όπου ο
καθένας παραμένει τελικά μόνος. Ο ποιητής συχνάζει εκεί για να ξεφύγει απ' τη
μοναξιά, αυτό που τελικά όμως βρίσκει είναι η αποξένωση. Γράφει: «...η
έξοδος στο δρόμο είναι παρηγοριά / μέσα στα φώτα να βρεθεί και μες στην κίνηση,
/ στις ομιλίες»[57]
κι είναι σα να προσπαθεί να αρνηθεί πεισματικά την προτροπή του Καβάφη: «Κι
αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, / τούτο προσπάθησε
τουλάχιστον / όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του
κόσμου, / μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»[58].
Η ποιητική του Λάσκαρη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό
στην ελλειπτικότητα, σ' αυτό που δε λέγεται, όμως ακούγεται ηχηρό. Στο ποίημα
«Λαϊκό ζευγάρι» που παραθέσαμε παραπάνω, σχεδόν τίποτα δεν αναφέρεται στην
ποιότητα της σχέσης των δύο ανθρώπων. Ο τίτλος είναι μεν δηλωτικός, αλλά αφήνει
ανοιχτές τις ερμηνείες. Τα πρόσωπα περιγράφονται με αρνητικά χαρακτηριστικά και
το κλειδί είναι μόλις η τελευταία λέξη. Ο λόγος που οι άλλοι μπορεί να τους
ζηλεύουν δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο έρωτάς τους, ένας έρωτας που δεν
εκφράζεται στο ποίημα αλλά βιώνεται απ' άκρη σ' άκρη.
Πολλά ποιήματα του Λάσκαρη κλείνουν με μια μικρή
κίνηση ή λεπτομέρεια: «Κι αυτός στο τραπεζάκι μόνος· / με τα τσιγάρα και
τον αναπτήρα του»[59].
Η απομόνωση του μέρους από το όλον και η κοντινή εστίαση του φακού, παίρνει
χαρακτήρα υπογράμμισης. Στους παραπάνω στίχους, η λέξη «μόνος» θα μπορούσε και
να μην υπάρχει, δίχως να χάνεται τίποτα από την ουσία τους.
Ο Λάσκαρης δεν είναι ένας διανοούμενος κλεισμένος
στο γραφείο του. Είναι ο γείτονας που κάθεται στη βεράντα κι αγναντεύει
ανόρεχτα[60] τη λαοθάλασσα
να προσπαθεί[61],
ο σιωπηλός μοναχικός συνταξιδιώτης μας που κάθεται στο παράθυρο και συνέχεια
κοιτάζει έξω[62], ο
συνταξιούχος που με την άκρη του ματιού μας τον βλέπουμε να κάθεται σ' ένα
παγκάκι και να τον ραμφίζουνε τα περιστέρια[63]. Κι ένα παιδί με λυπημένα μάτια
στο βάθος του διαδρόμου που νοσταλγεί τις «παλιές ευτυχισμένες μέρες / πάνω
σε ποδήλατα»[64].
* Όλες οι παραπομπές είναι από τη
συγκεντρωτική έκδοση: Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα
2004, σελ.356
Σημειώσεις:
[1] Έμμετρα είναι
Το ποτάμι, σ.17, Εγκατάλειψη, σ.30 και Παιδιά των ασανσέρ,σ.38 που ανήκουν στην
πρώτη περίοδο του ποιητή.[2] Η αγαπημένη του εποχή, σ. 194
[3] Καταστολή εξέγερσης, σ.322
[4] Στο ποίημα Το σύνθημα, σ.205 αναφέρεται το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»
[5] Τα μεγάφωνα, σ.138
[6] Μέρες του '50, σ.139
[7] Να υπάρχουν ακόμα, σ.12
[8] Νοσταλγία, σ.14
[9] Ό.π. και Οδός Κωνσταντινουπόλεως, σ.246
[10] Για να φτάσω ως εσένα, σ.140
[11] Αθωότητα, σ.20
[12] Μέσα σου να σκάβεις, σ.146
[13] Παραλλαγή σ' ένα θέμα, σ.131
[14] Μνήμη της μητέρας μου, σ.145
[15] Τα αναφιλητά, σ.171
[16] Ετοιμασίες, σ.239
[17] Στην κλινική, σ.211
[18] Χωρίς τίτλο, σ.27
[19] Ελπίζουμε του χρόνου, σ.213
[20] Απλώς, μια επιφάνεια, σ.141
[21] Ποτέ ξανά, σ.219
[22] Η φωτογραφία, σ.147
[23] Έτσι έζησα, σ.190
[24] Τέλος του προγράμματος, σ.271
[25] Σύντομο βιογραφικό, σ.183
[26] Ο φωταγωγός, σ.48
[27] Άνθρωποι της πόλης, σ.39
[28] Παιδιά των ασανσέρ, σ.38, Αστικά λεωφορεία, σ.43, Ψάχνω να βρω, σ.55
[29] Κάθε πρωί στην ίδια στάση, σ.199, Το σούπερ μάρκετ, σ.229
[30] Θα κατεβαίνεις σκάλες, σ.42
[31] Τον ολονύχτιο σπαραγμό, σ.46
[32] Την είχα για χαμένη, σ.111
[33] «Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας / κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά...είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή / για τους απεγνωσμένους;», Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Διαγώνιος, 1992. «Θα μιλήσω γι' αυτούς / που δε γνώρισαν ποτέ τον έρωτα,... Γι' αυτούς θα πω, / που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες, / ολάκερη ζωή»,σ.51
[34] Λαϊκό ζευγάρι, σ.77
[35] Φύρανε το ποτάμι, σ.32
[36] Σβήσε το φως, σ.129
[37] Αναβρύζεις και πάλι, σ.23
[38] Το φωτεινό χαμόγελό σου, σ.83
[39] Μαντένια, σ.19
[40] Υπάρχουν δύο ποιήματα με τίτλο Το πηγάδι, σ.76 και σ.104
[41] Δε γράφονται τα ποιήματα σ' ένα χαρτί, σ.70 και Έγραψε ποιήματα, σ.231
[42] Γράφουμε ποιήματα σημαίνει, σ.176
[43] Στο γράψιμο, σ.281
[44] Μόνο μέσα στα ποιήματα, σ.263
[45] Τα στηρίγματα, σ.226
[46] Η βακτηρία του, σ.306
[47] Ο τρόμος μου σε παραλλαγές, σ.235
[48] Το πηγάδι, σ.104
[49] Θέλω μονάχα, σ.49
[50] Ποιήματα, σ.312
[51] Ποιητική τέχνη, σ.218
[52] Να σταματήσουν οι μπαλλάντες, σ.85
[53] Εκτεθειμένος, σ.153
[54] Το ποίημα που περιμένει, σ.305
[55] Στο τσίρκο, σ.168 και Παρακαλώ, ένα ποίημα, σ.318
[56] Σε φίλο ποιητή, σ.207
[57] Ξενοδοχείο Η Αρκαδία, σ.112
[58] Κωνσταντίνος Καβάφης, Όσο μπορείς
[59] Μόνος, σ. 148
[60] Κάθομαι στη βεράντα, σ.227
[61] Η ίδια θάλασσα, σ.317
[62] Μοναχικοί ταξιδιώτες, σ.165
[63] Οι συνταξιούχοι, σ.130
[64] Αντιστέκονται, σ.255
Δείτε ε
δ ώ και διαβάστε όλα τα ποιήματα που αναφέρονται παραπάνω.
Διαβάστε: Χρίστος
Λάσκαρης ανθολόγιο ποιημάτων από το εξαιρετικό περιοδικό Οροπέδιο
Διαβάστε επίσης:
Χρίστος Λάσκαρης ένας άγνωστος ποιητής του
ποιητή Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου