Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ελλάδα, η μεγάλη χαμένη των δημογραφικών εξελίξεων

 

Σωτήριες για την Ευρώπη οι μεταναστευτικές ροές.
Οι εκτιμήσεις της Eurostat για την πληθυσμιακή εξέλιξη
στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 και στα κράτη-μέλη της

γράφει ο Γρηγόρης Τσιούκαςδιδάκτωρ Νομικής του ΑΠΘ 
με εξειδίκευση στο δίκαιο κατάστασης αλλοδαπών


Με αφορμή την τρέχουσα προσφυγική κρίση και τη μεγάλη αύξηση των μεικτών μεταναστευτικών ροών που σημειώθηκε το 2015 τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ, σκόπιμο είναι να ανατρέξει κανείς στις στατιστικές και τις προβλέψεις της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat) σχετικά με το δημογραφικό ζήτημα στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της και πως αυτό αναμένεται να επηρεαστεί στον ένα ή τον άλλο βαθμό από την εξέλιξη των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών.[1] 

Μια τέτοια προσφυγή στις μελέτες της Eurostat είναι σκόπιμη ανεξάρτητα από τα πολιτικά συμπεράσματα ή τις πολιτικές προτάσεις στις οποίες μπορεί να καταλήξει για σειρά κρίσιμων –και εν τέλει υπαρξιακού χαρακτήρα για την ίδια την ΕΕ και τα κράτη μέλη της– θεμάτων, από τη στάση απέναντι στην τρέχουσα συγκυρία του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος, έως το μέλλον του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος αλλά ακόμη και τον πυρήνα του αξιακού και πολιτειακού μοντέλου της ΕΕ.

Είναι επίσης σκόπιμη ανεξάρτητα από τις όποιες μεθοδολογικού χαρακτήρα επιφυλάξεις ή τα εύλογα ερωτήματα ως προς τον βαθμό εγκυρότητας των στοιχείων και προβλέψεων που υιοθετεί η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία. Και αυτό γιατί σε κάθε περίπτωση τα όποια πολιτικά συμπεράσματα και οι συνακόλουθες πολιτικές προτάσεις για τα ζητήματα που αναδεικνύονται από τις εν λόγω μελέτες είναι αναγκαίο να εδράζονται σε δεδομένα. Την ίδια στιγμή, όσες επιφυλάξεις και να έχει κανείς για την εγκυρότητα των δεδομένων αυτών, ιδίως μάλιστα για τις προβολές εξέλιξής τους στο μέλλον, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία υπαρκτών και δύσκολα αμφισβητούμενων τάσεων. Τάσεων που ακόμη και αν δεν επαληθευτούν πλήρως αποτυπώνουν, ωστόσο, μεγέθη που οφείλει κανείς να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του και να μην τα παρακάμψει με ευκολία.[2]

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής ο συνολικός πληθυσμός της ΕΕ των 28 κρατών-μελών ανέρχεται σήμερα σε περίπου 508 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο αντίστοιχος αριθμός στις ίδιες χώρες το 1960 ήταν της τάξης των 406 εκατομμυρίων. Τα τελευταία 50 χρόνια υπήρξε δηλαδή μια αύξηση του πληθυσμού περίπου 102 εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο ρυθμός της αύξησης αυτής ανερχόταν το 1960 σε περίπου 3,3 εκ. ετησίως και έχει σήμερα μειωθεί σημαντικά, ανερχόμενος το 2014 σε περίπου 1,1 εκ. Περαιτέρω, η αύξηση του πληθυσμού το 2014 οφειλόταν μόλις κατά 200.000 περίπου σε φυσική αύξηση (νέες γεννήσεις) και κατά 900.000 περίπου σε αφίξεις μεταναστών που πρακτικά σημαίνει ότι το 85% της συνολικής αύξησης του πληθυσμού το 2014 οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο.[3]


Σημειώνεται ότι η ως άνω αύξηση του πληθυσμού στην ΕΕ 28 δεν ήταν ισομερής, καθώς το 2014 16 χώρες εμφάνισαν αύξηση του πληθυσμού τους και 12 χώρες μείωση. Για παράδειγμα η Γερμανία εμφάνισε αύξηση κατά περίπου 400.000 (5‰), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών που εμφάνισαν μείωση του πληθυσμού –και μάλιστα ποσοστιαία σημαντική– της τάξης των 91.000 ανθρώπων (-8,4‰). Στην περίπτωση της Γερμανίας η αύξηση οφειλόταν αποκλειστικά στη μετανάστευση, καθώς το μεταναστευτικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά 581.500 ανθρώπους (7,2‰), ενώ η φυσική εξέλιξη του πληθυσμού λόγω γεννήσεων ήταν αρνητική κατά 175.000 (-2,2‰). Αντίθετα, στην περίπτωση της Ελλάδας αρνητικά είναι και τα δύο δεδομένα, καθώς όσον αφορά τη φυσική εξέλιξη του πληθυσμού λόγω γεννήσεων εμφανίζεται μια μείωση κατά 22 χιλιάδες (-2‰), ενώ όσον αφορά το μεταναστευτικό ισοζύγιο εμφανίζεται επίσης μείωση κατά 69 χιλιάδες (-6,4‰). Ανάλογα είναι τα στοιχεία και των προηγούμενων ετών από το 2010 και μετά όπου χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Σουηδία, το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο εμφανίζουν σημαντική αύξηση του πληθυσμού τους, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και οι Βαλτικές χώρες εμφανίζουν μείωση και μάλιστα, με την εξαίρεση της Ισπανίας, σημαντική. Στις χώρες με μείωση του πληθυσμού συνήθως είναι αρνητικοί οι δείκτες τόσο για τη φυσική αύξηση του πληθυσμού, όσο και για τη μετανάστευση. Αντίθετα, πιο σύνθετη είναι η εικόνα στις χώρες που εμφανίζουν αύξηση του πληθυσμού τους, καθώς υπάρχουν χώρες στις οποίες η αύξηση του πληθυσμού οφείλεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στη μετανάστευση (βλ. Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία), άλλες που οφείλεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στις γεννήσεις (βλ. Ιρλανδία και Γαλλία), ενώ υπάρχουν και χώρες όπου η αύξηση του πληθυσμού οφείλεται και στους δύο παράγοντες (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Βέλγιο).

Το κύριο σενάριο της Eurostat

Όμως ποιες είναι οι προβολές και οι εκτιμήσεις που η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία κάνει, με βάση τα έως σήμερα δεδομένα, για το δημογραφικό μέλλον της ΕΕ των 28 και των κρατών μελών της; Στη συνέχεια παρατίθενται στοιχεία που αφορούν το κύριο σενάριο της Eurostat για την πληθυσμιακή εξέλιξη στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της, καθώς και το σενάριο με μηδενικό μεταναστευτικό ισοζύγιο (net migration rate), χωρίς δηλαδή τη συμβολή της μετανάστευσης. Βασική παραδοχή αυτού του σεναρίου, αλλά και της εκδοχής του χωρίς τη μετανάστευση, είναι ότι ο δείκτης γονιμότητας (fertility rate) παρουσιάζει περιορισμένη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με το 2013, ενώ το προσδόκιμο ζωής παρουσιάζει επίσης αυξητικές τάσεις. Ειδικότερα, ως προς το δείκτη γονιμότητας στην ΕΕ 28 αυτός από 1,55 τέκνα ανά γυναίκα το 2013 αναμένεται να αυξηθεί σε 1,7 τέκνα το 2050 και σε 1,8 το 2080. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο δείκτης αυτός από 1,36 το 2013 αναμένεται να αυξηθεί σε 1,54 το 2050 και σε 1,65 το 2080.[4]

Όσον αφορά τη συμβολή της μετανάστευσης, το κύριο σενάριο της ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής υιοθετεί ως υπόθεση ότι οι μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ θα συνεχιστούν και μάλιστα σχετικά αυξημένες. Στην εκδοχή αυτή το μεταναστευτικό ισοζύγιο στην ΕΕ 28, δηλαδή η αυξομείωση του πληθυσμού της αφού υπολογιστούν οι εισροές και εκροές πληθυσμού ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των μετακινούμενων προσώπων, θα είναι κατά μέσο όρο θετικό κατά 1 εκατομμύριο ανθρώπους καθ’ όλη την εκτιμώμενη περίοδο έως και το 2080.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και στα δύο σενάρια από το 2020 και μετά οι θάνατοι στην ΕΕ 28 γίνονται περισσότεροι από τις γεννήσεις. Στο μεν πρώτο σενάριο οι θάνατοι είναι περισσότεροι κατά 1,3 εκ. σε σχέση με τις γεννήσεις το 2050 και κατά 750 χιλιάδες το 2080. Αντίθετα, στο σενάριο χωρίς θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο οι θάνατοι το 2050 στην ΕΕ 28 είναι περισσότεροι κατά 2,2 εκ. σε σχέση με τις γεννήσεις και το 2080 κατά 1,8 εκ. Στην περίπτωση ειδικότερα της Ελλάδας, σύμφωνα με το κύριο σενάριο, το μεταναστευτικό ισοζύγιο εκτιμάται ως αρνητικό για τα επόμενα χρόνια κατά 10 με 20 χιλιάδες ετησίως για να ξαναγίνει θετικό μόλις το 2040, ενώ το 2050, το θετικό ισοζύγιο φαίνεται να αγγίζει τα 7.300 και για το 2080 εκτιμάται σε 4.300 άτομα.[5] Επίσης, στο κύριο σενάριο οι γεννήσεις στην Ελλάδα από 94.000 το 2015 πέφτουν σε 66 χιλιάδες το 2050 και σε 53 χιλιάδες το 2080, ενώ οι θάνατοι από 121 χιλιάδες το 2015 ανεβαίνουν σε 135 χιλιάδες το 2050 και πέφτουν σε 113 χιλιάδες το 2080. Στο δεύτερο σενάριο (χωρίς μετανάστευση) οι γεννήσεις από 93 χιλιάδες το 2015, πέφτουν σε 71 χιλιάδες το 2050 και σε 68 χιλιάδες το 2080, ενώ αντίστοιχα οι θάνατοι από 120 χιλιάδες το 2015 εκτιμώνται σε 128 χιλιάδες το 2050 και σε 100 χιλιάδες το 2080. 

Οι πίνακες που ακολουθούν απεικονίζουν τις προβολές τις ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής για την εξέλιξη του πληθυσμού στο σύνολο της ΕΕ 28 και ενδεικτικά σε ορισμένα κράτη μέλη:

1ο σενάριο: με συμβολή μετανάστευσης


Πίνακας 1Πληθυσμός ΕΕ 28 σε εκατομμύρια

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
508 
525
520
Βέλγιο 
11,3 
14,7 
16,6
Γαλλία
66 
74
79
Γερμανία
80,7
75
65
Ελλάδα
11
9,1
7,7
Ηνωμένο Βασίλειο
65
77
85
Πορτογαλία
10,3
8,9
7,1
Σουηδία
9,7
12,4
14,1

Πίνακας 2Μέσος όρος ηλικίας

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
42,4
46,2
46,4
Βέλγιο 
41,2
41,9 
44
Γαλλία
41 
42,5
43,8
Γερμανία
46,4
50,7
50,3
Ελλάδα
43,2
50,3
47,7
Ηνωμένο Βασίλειο
40
42
43,7
Πορτογαλία
43,6
52
52,5
Σουηδία
41
41,5
43,6

Πίνακας 3Ποσοστό επί τοις % εξάρτησης άνω των 65 από ηλικιακή ομάδα 15-64

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
28,8 %
49,4%
51 %
Βέλγιο 
27,6
37,9 
45,1
Γαλλία
29,2
43,8
46,4
Γερμανία
32,7
57,3
59,9
Ελλάδα
31,9
63,6
56,8
Ηνωμένο Βασίλειο
27,4
40,6
44,7
Πορτογαλία
30,9
64,3
68,2
Σουηδία
31,2
37,5
44,5


2ο σενάριο: χωρίς συμβολή μετανάστευσης (μηδενικό μεταναστευτικό ισοζύγιο)


Πίνακας 4Πληθυσμός ΕΕ 28 σε εκατομμύρια

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
507 
466
399
Βέλγιο 
11,2 
11,1 
10,2
Γαλλία
66 
69,4
68,7
Γερμανία
80,5
65,5
50,2
Ελλάδα
11
9,3
7,1
Ηνωμένο Βασίλειο
64,5
67,2
64,7
Πορτογαλία
10,4
8,6
6,4
Σουηδία
9,7
9,8
9,4

Πίνακας 5Μέσος όρος ηλικίας

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
42,5 
49,5
49,8
Βέλγιο 
41,4
44,5 
47,4
Γαλλία
41 
43,1
45,5
Γερμανία
46,5
50,4
53,4
Ελλάδα
43,2
46,8
54,1
Ηνωμένο Βασίλειο
40,1
43
46,5
Πορτογαλία
43,5
49,8
55,5
Σουηδία
41,1
43,4
46,6

Πίνακας 6Ποσοστό επί τοις % εξάρτησης άνω των 65 από ηλικιακή ομάδα 15-64

2015
2050
2080
Σύνολο ΕΕ 28
28,9 % 
57,4%
60,4 %
Βέλγιο 
27,8
50,5 
54,5
Γαλλία
29,2 
47,8
50,8
Γερμανία
32,8
67,1
69
Ελλάδα
31,9
67,5
73,3
Ηνωμένο Βασίλειο
27,5
47,4
51,9
Πορτογαλία
30,8
68,5
77,8
Σουηδία
31,3
47,3
52,1

Συμπεράσματα

Από τα παραπάνω δεδομένα συνάγονται ορισμένα βασικά συμπεράσματα τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για τις επιμέρους χώρες, περιλαμβανομένης της Ελλάδας. Όσον αφορά την ΕΕ, το κύριο συμπέρασμα είναι ότι ο πληθυσμός της θα είναι σε κάθε περίπτωση πιο γερασμένος τις επόμενες δεκαετίες, ενώ το ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων εκτιμάται ότι, ακόμη και στο σενάριο στο οποίο συνεχίζεται η εισροή μεταναστών, θα αγγίξει ήδη από το 2050 το 50%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το 2050 για κάθε έναν ηλικιωμένο θα αντιστοιχούν μόλις δύο εν δυνάμει εργαζόμενοι.[6] Αν μάλιστα έπαυε η εισροή μεταναστών στην ΕΕ, αυτό το ποσοστό εξάρτησης θα εκτινασσόταν στο 57,4% το 2050 και στο 60,4% το 2080. Περαιτέρω, η αντικατάσταση του πληθυσμού με φυσικό τρόπο, διά των γεννήσεων δηλαδή, δεν φαίνεται υπό τις παρούσες συνθήκες να επιτυγχάνεται. Αντίθετα, φαίνεται ότι, εάν δεν αλλάξει ο σημερινός δείκτης γονιμότητας, η ΕΕ, εκτός από γερασμένη, θα γνωρίσει σταδιακά και μείωση του πληθυσμού της, ενώ η όποια αύξηση του πληθυσμού της θα προέρχεται αποκλειστικά από τη μετανάστευση. Η μείωση μάλιστα του πληθυσμού φαίνεται να μην αντιστρέφεται ακόμη και στο σενάριο όπου οι μεταναστευτικές ροές συνεχιστούν καθ’ όλη την εκτιμώμενη περίοδο με ένα μέσο όρο θετικής εισροής μεταναστών της τάξης του 1 εκατομμυρίου ετησίως έως και το 2080. Αν μάλιστα οι ροές αυτές διακοπούν η ευρωπαϊκή στατιστική αρχή εκτιμά ότι η μείωση του πληθυσμού θα είναι ραγδαία και μπορεί να υπερβεί και τα 100 εκατομμύρια ανθρώπους, αριθμός που αντιστοιχεί στο 1/5 του σημερινού πληθυσμού της. 

Όσον αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, οι προβλέψεις της Eurostat κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές είναι. Ο πληθυσμός της χώρας, ο οποίος ήδη είναι από τους πλέον γερασμένους στην ΕΕ, αναμένεται να συνεχίσει να γερνά, ενώ το ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων αναμένεται σε κάθε περίπτωση να υπερβεί κατά πολύ τον ήδη αυξημένο προβλεπόμενο μέσο ευρωπαϊκό όρο του 50%. Μάλιστα στο σενάριο με μηδενικό ισοζύγιο μετανάστευσης το ποσοστό αυτό εκτιμάται σε 69% το 2080. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται, υπό οποιοδήποτε σενάριο, να μειωθεί κατά περίπου 2 εκατομμύρια το 2050 (1/5 του πληθυσμού) και κατά περίπου 3,5-4 εκατομμύρια έως το 2080 (1/3 του πληθυσμού). Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, σε αντίθεση λ.χ. με χώρες όπως η Γερμανία, τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι η χώρα αντιμετωπίζει ζήτημα όχι μόνο με τον μειωμένο αριθμό των γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους, αλλά και ένα ζήτημα αυξημένης φυγής του ντόπιου ή μακροχρόνια εγκατεστημένου πληθυσμού της προς άλλες χώρες. Μια φυγή που αν δεν αντιστραφούν οι οικονομικές προσδοκίες και προοπτικές, ιδίως των νέων ανθρώπων, δεν φαίνεται να ανακόπτεται, με δυσμενέστατες συνέπειες για το δημογραφικό μέλλον της χώρας και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τα στοιχεία αυτά βέβαια δεν είναι παρά εκτιμήσεις και προβολές, δεν είναι παρά σενάρια τα οποία μπορεί να διαψευστούν από την πραγματικότητα. Εξάλλου, ήδη το 2015, η μεγάλη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που εισήλθαν ως πρόσφυγες ή μετανάστες σε όλη την ΕΕ, ιδίως μέσω της Ελλάδας, αναδεικνύει το επισφαλές των όποιων εκτιμήσεων, ακόμη και αν το μέγεθος της αύξησης αυτής αποδειχτεί συγκυριακό. 

Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές και οι προβολές δεν παύουν να είναι οι επίσημες εκτιμήσεις και προβολές της αρμόδιας για τα στατιστικά στοιχεία ευρωπαϊκής αρχής και θέτουν την Ένωση και τα κράτη μέλη της προ ζητημάτων υπαρξιακού χαρακτήρα και στρατηγικών επιλογών. Ζητημάτων και επιλογών που δεν περιορίζονται στενά στο πεδίο διαχείρισης του σύγχρονου μεταναστευτικού φαινομένου και των μεικτών ροών, αλλά αφορούν όλα τα πεδία σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής. 

Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση για τη διαχείριση των μεικτών ροών δεν μπορεί να παραγνωρίζει ότι η Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες έχει αυξημένες ανάγκες σε νεοεισερχόμενους πληθυσμούς από τρίτες χώρες και ιδίως ανάγκες σε ανθρώπους νεαρής και παραγωγικής ηλικίας, προκειμένου να διατηρήσει μια σχετική σταθερότητα στη σχέση ενεργού και μη πληθυσμού. Ταυτόχρονα με την παραδοχή αυτή όμως, τίθεται και το ερώτημα για το πώς αυτοί οι νέοι πληθυσμοί θα εισέλθουν στην Ευρώπη με σεβασμό στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και χωρίς να κινδυνεύσει η δημόσια ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών και πώς, δεδομένων των εθνοπολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων, θα ενταχθούν ομαλά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες χωρίς να υπονομευθούν οι ουσιώδεις αρχές και αξίες των κοινωνιών αυτών όπως διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά στη βάση των προταγμάτων της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εκκοσμίκευσης, της ανεκτικότητας, της ισότητας των φύλων. 

Όμως τα προβλήματα που απορρέουν από τα δημογραφικά δεδομένα στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της δεν περιορίζονται στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, στη διαχείριση των νεοεισερχόμενων πληθυσμών και της ομαλής κοινωνικής τους ένταξης. Άλλωστε, από μόνη της η είσοδος νέων πληθυσμών, ακόμη και αν συνεχιστεί παρά τις αντιδράσεις που φαίνεται να αναπτύσσονται σε πολλές χώρες της Ένωσης, δεν αναιρεί τη γενικότερη τάση γήρανσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ούτε επαρκεί για τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν σε θέματα όπως για παράδειγμα το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα ή/και το εργασιακό μοντέλο. Εν προκειμένω, φαίνεται μάλλον δύσκολο να αποφευχθεί μια παράταση του εργασιακού βίου, γεγονός που καθιστά κρίσιμης σημασίας το ζήτημα των όρων αυτής της παράτασης και, ακόμη, των όρων υπό τους οποίους ο εργασιακός βίος θα εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκειά του, με ανοικτή τη συζήτηση για εναλλακτικά μοντέλα διαχείρισης και κατανομής του εργασιακού χρόνου. Την ίδια στιγμή, περισσότερο από απαραίτητος είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη επεξεργασμένων σύγχρονων πολιτικών, οι οποίες όχι μόνο να καλύπτουν, αλλά και να υπερβαίνουν την προστασία του παραδοσιακού οικογενειακού σχήματος, με στόχο την υποστήριξη της μητρότητας και της επιλογής απόκτησης παιδιού από τις γυναίκες και τα ζευγάρια που το επιθυμούν, ώστε να βελτιωθούν οι σημερινοί απογοητευτικοί δείκτες γονιμότητας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Κάτι βέβαια που επίσης έχει ως προαπαιτούμενο την υιοθέτηση πολιτικών για την προώθηση και αξιοποίηση του δυναμικού των νεαρότερων ηλικιακών ομάδων που σήμερα πλήττονται από μεγάλα ποσοστά ανεργίας και είναι υποαμοιβόμενες, ώστε να αναπτυχθούν εκ νέου προσδοκίες και προοπτικές στις ομάδες αυτές που καλούνται να σηκώσουν ένα δυσβάστακτο βάρος, ιδίως στις χώρες που έχουν πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών. 

Περαιτέρω όμως, τα δημογραφικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο πεδίο των μεικτών ροών, θέτουν επιτακτικά ένα ακόμη κρισιμότερο ζήτημα, ένα ζήτημα υπαρξιακού χαρακτήρα για την ΕΕ και τα κράτη μέλη της. Αυτό της αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών, την πολιτειακή εν τέλει συγκρότηση και τη φύση της μεταξύ τους σχέσης. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της πολιτικής βούλησης των κρατών μελών να εκχωρήσουν από κοινού στην Ένωση μέρος των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων σε ευαίσθητους για την ύπαρξή τους ως εθνικών κρατών τομείς. Προφανώς αυτή η πολιτική βούληση κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι. Ιδίως σε μια περίοδο που, λόγω των υφιστάμενων μεικτών μεταναστευτικών ροών αλλά και της οικονομικής κρίσης που έπληξε και πλήττει μεγάλο τμήμα της Ένωσης, η αναδίπλωση σε λογικές εθνικών λύσεων και περιχαρακώσεων φαντάζει σε κάποιους παραπλανητικά ελκυστική.

Όλα τα παραπάνω, τέλος, έχουν μια ακόμη μεγαλύτερη σημασία για χώρες όπως η Ελλάδα, που, με την οικονομία της σε μαρασμό, όχι μόνο καλείται να λειτουργήσει ως χώρα κατ’ αρχήν πρώτης υποδοχής –αλλά όχι μόνο– για μετανάστες και πρόσφυγες που καταφθάνουν μαζικά στην Ευρώπη, αλλά εμφανίζεται να είναι και από τους μεγάλους χαμένους των προδιαγραφόμενων δημογραφικών εξελίξεων.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για τα στοιχεία του πληθυσμού της ΕΕ 28 βλ. http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Population_and_population_change_statistics, ενώ για τα στοιχεία σχετικά με τη μετανάστευση βλ. http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Migration_and_migrant_population_statistics.
Για τις προβολές εξέλιξης του πληθυσμού βλ. http://ec.europa.eu/eurostat/web/population-demography-migration-projections/population-projections-/database.
2. Βλ. και Ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Το δημογραφικό μέλλον της Ευρώπης, μετατροπή μιας πρόκλησης σε ευκαιρία» COM(2006) 571 τελικό, η οποία ήδη από το 2006 υιοθετεί τις προβλέψεις της Eurostat. Προβλέψεις που επί της ουσίας και ως προς την κατεύθυνσή τους περισσότερο επιβεβαιώνονται παρά διαψεύδονται από τις εξελίξεις κατά τα έτη που έκτοτε μεσολάβησαν.
3. Ο διεθνής όρος είναι Net Migration Rate και θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «μεταναστευτικό ισοζύγιο» ή «δείκτης καθαρής εισροής μετανάστευσης». Συνολικά για την ΕΕ ο εν λόγω δείκτης για το 2014 ήταν θετικός κατά 1,8 τοις χιλίοις, περίπου δηλαδή κατά 900.000 άτομα.
4. Η απολύτως αναγκαία για τη φυσική αντικατάσταση του πληθυσμού αναλογία θεωρείται ότι είναι 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα.
5. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat τα έτη 2010 – 2013 μετανάστευσαν από την Ελλάδα περίπου 396 χιλιάδες άνθρωποι εκ των οποίων 225 χιλιάδες ήταν Έλληνες και 171 χιλιάδες αλλοδαποί. Αντίθετα, κατά την ίδια χρονική περίοδο μετανάστευσαν στην Ελλάδα περίπου 219 χιλιάδες άνθρωποι εκ των οποίων 104 χιλιάδες ήταν Έλληνες και 115 χιλιάδες αλλοδαποί. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο στην Ελλάδα τα προηγούμενα έτη ήταν αρνητικό συνολικά κατά 177 χιλιάδες. Από αυτούς, το ισοζύγιο των Ελλήνων ήταν αρνητικό κατά 121 χιλιάδες ανθρώπους και των αλλοδαπών κατά 45 χιλιάδες. Ο μέσος ετήσιος όρος συνολικά κυμαίνεται σε αρνητικό ισοζύγιο της τάξης των 44,5 χιλιάδων εκ των οποίων οι 2 στους 3 είναι Έλληνες πολίτες. Στο σημείο αυτό, πάντως, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία για το 2015, λόγω της μεγάλης αύξησης των μεικτών ροών και ιδίως των προσφύγων από τη Συρία και όχι μόνο, πιθανότατα θα διαφοροποιήσουν τα δεδομένα. Μένει, ωστόσο, να φανεί αν αυτή η διαφοροποίηση θα είναι συγκυριακή και σε ποιο επίπεδο θα υπάρξει εκ νέου σταθεροποίηση των δεδομένων.
6. Σήμερα στην ΕΕ των 28 το ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων είναι 28,1% (περίπου 4 εργαζόμενοι για κάθε ηλικιωμένο άνω των 65 ετών). Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 31,6%, ενώ στη Γερμανία είναι 31,5%, στην Ιταλία 33,1% στην Πορτογαλία 30%, στη Γαλλία 28% και στο ΗΒ 27%.


Η εργασία αναδημοσιεύεται 
με την άδεια του αρθρογράφου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου