γράφει η Μαρία Τσάκος
Κι έτσι να ’μαστε ξανά εδώ. Στο ίδιο σημείο από
όπου ξεκινήσαμε. Ή και λίγο πιο πίσω. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες θα
γνωρίζουμε ποιος κατάφερε να κόψει το νήμα πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος τρίτος,
κλπ., κλπ., θα γνωρίζουμε, δηλαδή, αν θα έχουμε Κυβέρνηση και ποια, ή αν θα
χρειαστεί να το κάνουμε όλο αυτό πάλι από την αρχή ένα μήνα αργότερα. Όσες
εκλογές δεν ζήσαμε στη ζωή μας ολάκερη, κοντεύουμε να τις αναπληρώσουμε τα
τελευταία εφτά χρόνια.
Κάνοντας μια πρόχειρη αναδρομή, συνειδητοποιώ ότι
κάθε φορά πάμε στις κάλπες με όλο και μικρότερες προσδοκίες από το αποτέλεσμα.
Για να μην παρεξηγηθώ: το διακύβευμα αυτή τη φορά είναι τεράστιο και έχει
ιστορική σημασία -θα τα καταφέρουμε να μείνουμε στα πόδια μας, ατομικά και
εθνικά; θα συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε στο τρένο που αναπόδραστα οδηγεί στην
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση; Την ίδια ώρα, όμως, που αυτό γίνεται το βασικό πρόταγμα
για μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων (και οι δημοσκοπήσεις το αντικατοπτρίζουν αυτό),
οι ορίζοντές μας εσωτερικά στενεύουν, οι βλέψεις μας για τους υποψήφιους που
ψηφίζουμε αμβλύνονται, οι απαιτήσεις μας από την επόμενη Κυβέρνηση
περιορίζονται. Το μόνο που θέλουμε, πλέον, είναι κάποιος να μας εγγυηθεί πως οι
ζωές μας δεν θα εκθεμελιωθούν, πως δεν θα απολέσουμε όσα μας είναι οικεία και
γνώριμα, όλα αυτά που μάθαμε να αποκαλούμε «κανονικότητα».
Και οι δύο μονομάχοι για την εξουσία το
υπόσχονται. Επιπόλαια και ψηφοθηρικά μεν, αλλά το υπόσχονται — ενώ στην
πραγματικότητα κανείς από τους δύο πλέον δεν μπορεί να το εγγυηθεί. Στην Ελλάδα
δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες ήδη, και κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν φτάνει
που είχαμε προπάππο τον Αριστοτέλη, ότι δεν φτάνει που ζούμε στο οικόπεδο που
επέλεξε να κρατήσει ο Θεός για όταν συνταξιοδοτηθεί, ότι δεν έχουμε ανεξάντλητα
κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου (και κρυπτονίτη, γιατί όχι…), ότι δεν
φτάνει που έχουμε άριστη, από γεωστρατηγικής άποψης, θέση, ότι δεν φτάνει που η
γλώσσα μας είναι η γλώσσα των επιστημών, ότι δεν φτάνει που σαν τη Χαλκιδική δεν
έχει. Ειλικρινά, δεν φτάνει πια. Δεν φτάνει στους άλλους λαούς της Ευρώπης που
μας χρηματοδοτούν εδώ και χρόνια, και κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει να
φτάνει και σ’ εμάς τους ίδιους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα πιστεύει πως αρκεί
λίγος ελληνικός τσαμπουκάς για να κάνουμε τις τράπεζες του συστήματος να
τρέμουν μπας και τις διαλύσουμε ανεμίζοντας μπροστά στα μούτρα τους τα ελληνικά
χρεόγραφα που προτίθεται να εκδώσει μόλις κερδίσει την εξουσία για να
χρηματοδοτήσει την παροχολογία του. Αν ήξερε πόσο πραγματικά ανάλγητες είναι οι
Αγορές που κατηγορεί για αναλγησία και νεοφιλελευθερισμό τόσα χρόνια, δεν θα
άρθρωνε ποτέ τέτοιες αστειότητες. Το γεγονός πως έρχεται κάποια στιγμή που οι
Αγορές έχουν προεξοφλήσει και εμπεδώσει το worst case scenario, και έχουν
ετοιμαστεί γι’ αυτό, είναι κάτι που γνωρίζουν και οι πρωτοετείς φοιτητές των
Οικονομικών. Κι αυτή η στιγμή, πολύ φοβούμαι, ήρθε.
Ο έτερος μονομάχος, η αμετανόητη ΝΔ (με ή χωρίς
τον κυβερνητικό της εταίρο), κραδαίνει τη δαμόκλειο σπάθη του GRexit πάνω από τα
κεφάλια μας για να την ξαναψηφίσουμε, αλλά δεν έχει εδώ και δυόμισι χρόνια
δώσει ούτε μία ικανοποιητική απάντηση στο πώς και γιατί εκείνη είναι
προτιμότερος συνομιλητής για τους δανειστές μας, ειδικά τη στιγμή που οι ίδιοι
αυτοί δανειστές τής γύρισαν την πλάτη ένα μήνα πριν, αρνούμενοι πλέον να
πιστέψουν πως συνομιλούν με μια κυβέρνηση που έχει την πολιτική βούληση να
αναζητήσει και να εφαρμόσει οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιστροφής της χώρας στην
πιστωτική φερεγγυότητα εκτός από την άδικη και παράλογη φορολογική αφαίμαξη της
μεσαίας της τάξης.
Και, το κυριότερο: και οι δύο αρχηγοί των
κομμάτων, που (το ‘φερε η μαύρη μοίρα μας να) βρίσκονται ξανά προ των πυλών της
εξουσίας, δεν κατανόησαν πως αυτή εδώ η συγκυρία τούς ξεπερνά. Τους ξεπερνά ως
προσωπικότητες, τους ξεπερνά ως πολιτικούς, τους ξεπερνά ως διαχειριστές της
τύχης ενός λαού. Το λιγότερο που θα ανέμενε κανείς είναι, συναισθανόμενοι τη
σπουδαιότητα της συγκυρίας, να συνεννοηθούν για το στοιχειώδες: για το μέλλον
της χώρας στην Ευρώπη και εντός του σκληρού ενιαίου ευρωπαϊκού
νομίσματος. Κάτι που αποτελεί μια συνθήκη —όχι βέβαια ικανή, αλλά σίγουρα
αναγκαία— για να βγούμε κάποτε από τη δίνη της οικονομικής κρίσης. Και να
βγούμε όλοι μαζί: όχι οι λίγοι, όχι μόνο οι δυνατοί.
Αλλά, φευ! η συνεννόηση δεν ήταν ποτέ το φόρτε
μας. Απεναντίας, η ιδιοτελής και μικρόνοη άσκηση πολιτικής με κύριο άξονα το
προσωπικό και κομματικό όφελος υπήρξε το πεδίο δόξης όπου δόθηκαν όλες οι
πολιτικές και εκλογικές μάχες τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια — για να
μην πάω πιο παλιά. Όποιο κόμμα απείλησε ή απειλεί να κοντραριστεί με τον
αυτοαναφορικό δικομματισμό (όποιοι κι αν ήταν οι εκάστοτε εκφραστές του)
συνεθλίβη ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, που σε αυτό έχουν μάθει να
συνεργάζονται με τον πιο αγαστό τρόπο.
Έχω την κρυφή ελπίδα (η οποία πεθαίνει τελευταία,
προφανώς) πως σε αυτές τις εκλογές πάμε λίγο πιο υποψιασμένοι και πως θα
βοηθήσουμε, εντέλει, να μοιραστούν σε καλύτερους και αξιότερους οι
πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Στα καλά θρίλερ, άλλωστε, η λύτρωση έρχεται μετά από μια
μεγάλη ανατροπή.
Πηγή: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου