[...] Βιβλία, χαρτιά, στοίβες
οι εφημερίδες, σκόρπια τα περιοδικά. Χάρτινοι φάκελοι και αποκόμματα. Η μυρωδιά
του χαρτιού ανάμικτη με εκείνη ενός φτηνού ελληνικού καπνού για τσιμπούκι. Ένα
μικρό γραφείο με παραλληλογράφο. Κάποια σχέδια που δεν τελείωσαν ποτέ. Δύο
πολυθρόνες που έδιναν καθημερινά μάχη για να μην εκτοπιστούν στη μικρή βεράντα
που ανοιγόταν έξω από το "σαλόνι". Βιβλία και χαρτιά[...]
Αν αποφάσιζε κάποτε να τακτοποιήσει το...καθιστικό του, τούτα τα μικρά διαμαντάκια θα τα έβαζε σε φάκελο πορτοκαλί. Μέχρι τότε θα τα παρουσιάζει εδώ. Με μια σειρά που έχει στο κεφάλι του...
Α.ΣΤΕΓΟΣ
Ο Δωδεκάλογος του Καρούζου
ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει από το Παρίσι [1]
Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν
φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο
πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε
σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ” τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη
μεγαλύτερη πνευματικότητα.
Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα.
Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.
Καμιὰ φορά ἐρχότανε
σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου
μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα.
Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ”
εὐθείαν,
δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα
χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου.
Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.
Στὶς 21 Δεκεμβρίου 1971, ξαναῆρθε ὁ Νῖκος Καροῦζος στὸ σπίτι
μου.Ἦταν κάπως τσατισμένος. Ἄρχισε νὰ μοῦ κολλάει, γιατί εἶχα γράψει τὸ βιβλίο
μου γιὰ τὸν Ἐλύτη κτλ. Φαντάζομαι ὅτι ζήλευε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω
τίποτα — πολὺ περισσότερο πού ἐκτιμοῦσα ἀπέραντα τὴν ποίηση
τοῦ Καρούζου κι αὐτὸς τὸ ἤξερε κάλλιστα. Δὲν τοῦ εἶπα τίποτα γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐρεθίσω. Καὶ τότε,
ξαφνικά, ἔπιασε κι ἔγραψε ἕνα κειμενάκι γιὰ τὸ βιβλίο
μου Ρεμπέτικα Τραγούδια, πού εἶχε δημοσιευτεῖ πρὸ τριετίας. Καὶ σὲ λίγο, ἔκατσε μπρὸς στὴν γραφομηχανὴ καὶ ἔγραψε τὸν Δωδεκάλογο πού παραθέτω.
Ἐπὶ εἴκοσι χρόνια μάθαινα τὰ νέα τοῦ Καρούζου ἀπὸ τὸν Φασιανό.
Ἄλλωστε,
ὁ
Φασιανός μοῦἀφηγήθηκε πολλὰ γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Ποιητῆ στὸ νοσοκομεῖο. Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ” ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.
Στὸν Ἠλία Πετροπουλο
1. Νὰ
μὴν εἰρηνεύεις ἀνώφελα.
2. Νὰ
μὴν πολεμᾶς ἐπίσης
ἀνώφελα.
3. Ν” ἀγαπᾶς
τὸν ἥλιο, μὰ ὄχι σὰν
θεότητα.
4. Ν’ ἀποστρέφεσαι
τὴ σελήνη σὰν ἔδαφος.
5. Νὰ
πηγαίνεις καμιὰ φορά στὴν ἐκκλησία,
δὲ χάνεις τίποτα.
6. Νὰ
θυμᾶσαι λιγάκι τὸ θάνατο, μὰ ὄχι
σὰν θάνατο.
7. Νὰ
βλέπεις τὴ ματαιότητα καὶ
τῆς ἰδέας τῆς ματαιότητας.
8. Νὰ
λὲς ἕλληνας καὶ νὰ
νιώθεις ἄλλην ὀμορφιά, νὰ μὴ
νιώθεις ἑλληνικότητα.
9. Νὰ
γράφεις ἀγαπώντας τὸ ἄγραφο.
10. Νὰ
στοχάζεσαι πέρ’ ἀπ” τοὺς στοχασμούς σου.
11. Νὰ
μὴν ξεχνᾶς τὴν
ὕπαρξη τοῦ Ἀνύπαρχτου.
12. Νά τὰ
διαβάζεις κάθε μέρα τοῦτα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ 21.12.71
[1] ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17.12.1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου