Μια φορά κι έναν καιρό, έτσι αρχίζουν πάντοτε τα παραμύθια,
ιστορίες χάιδευαν τα αυτιά ενός παιδιού. Μιλούσαν για κακούς λύκους, μυθικούς
πύργους, όμορφες βασιλοπούλες, λεβεντόκορμους πρίγκιπες, μέρη εξωτικά, λαμπερά.
Η άγραφη σελίδα, η καρδιά της μικρής ηρωίδας, τα ανοικτά της μάτια, τύπωναν στοιχεία, φορά με τη φορά, κάθε παραμύθι καταλάμβανε ένα κομμάτι της παιδικής αθωότητας. Φορά με τη φορά, γέμισαν σελίδες γνώσης, εικόνων, ήχων. Με τα παραμύθια, "έκτιζε" τις πρώτες μικρές της αλήθειες, χωρίς να το γνωρίζει, τις βεβαιότητες της για τον κόσμο, τους άλλους, τους μεγάλους...
Χωρίς να έχει τίποτα ακόμη
αντιληφθεί, στοιχειοθετούσε το δικό της βιβλίο. Με γράμματα, μικρά ζαχαρωτά,
έτοιμη να τα μοιραστεί με τις φιλενάδες της.
Μεγάλωνε, μαζί με τους μεγάλους,
τις ιστορίες τους, την φροντίδα και την ζεστασιά του σπιτιού. Άκουγε διηγήσεις
από έναν κόσμο μακρινό, ήδη θαμπό κι ιδανικό...
Νέα παραμύθια, μεταμόρφωναν την
πραγματικότητα της. Μιλούσαν για στιγμές ηρωικές, για άντρες θεόρατους,
δασύτριχους, γυναίκες γεμάτες υπομονή και πίστη, για φωτιές, για τον αγώνα τον
καλό και τον δίκαιο. Άκουγε και πάντα κρατούσε σημειώσεις, για το τετράδιο της
ζωής, που έτρεχε μαζί της...
Κύλησε ο χρόνος, έσμιξε το νερό
τα χρώματα, άρχισε να ζωγραφίζει. Σε μεγάλα τετράδια ταίριαξε το μύθο με το
κόκκινο της φωτιάς, το απέραντο με το μπλε, τη γαλήνη με το πράσινο του δάσους.
Ζωγράφιζε με μια αστείρευτη δύναμη, με μια ζωντάνια. Δινόταν στα χρώματα.
Ζωγράφιζε παντού, σε κάθε κομματάκι χαρτί, έπλαθε μια μικρή ιστορία
χρωμάτων. Έδινε πνοή στα σχέδια.
Κατάφερνε να διατρέχει τις
γκρίζες στιγμές…
Μεγάλωνε χωρίς τους
"μεγάλους" της πια, μα κρατούσε το δόσιμο της παιδικής ηλικίας, τα
χρώματα και το χαμόγελο της. Αυτό το χαμόγελο, όλες της οι ζωγραφιές. Τα
σχέδια της, αυτό το χαμόγελο...
[...] Η προδοσία εξυφαίνεται
εντός μας. Τις ζωγραφιές κρατάμε. Την έντονη γεύση της παρουσίας της. Το
γλυκόπιοτο τσιγάρο...
Η άγραφη σελίδα, η καρδιά της
ζωγράφου - της ηρωίδας μιας σύντομης ιστορίας -άνοιξε, την πρόδωσε κι έκλεισε...
Α, ρε Γιάννη θυμάσαι…Λέγαμε να
φυτέψουμε δυό διπλές βιολέτες, μα δεν άντεξε να περιμένει το άρωμα τους.
Α, ρε Γιάννη, λέγαμε να πάμε μαζί
στην επόμενη της έκθεση. Τώρα, μεγαλώνω μαζί με την απώλεια…
Χωρίς το χαμόγελο σας.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Η ΠΥΞΙΔΑ, τχ.14, Μάιος 2003 [εδώ με μικρές
«διορθώσεις».]
Όμορφο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈμεινε στα χρώματα...
ΑπάντησηΔιαγραφή