Κλείνω τα μάτια.
Βλέπω στα δικά σου.
Ψάχνω τα χέρια.
Σε αγγίζω.
Εδώ, μακριά που βρίσκομαι μοιραζόμαστε χρώματα.
Εδώ, μακριά που βρίσκομαι μοιραζόμαστε χρώματα.
Τα μάτια σου, σύννεφα φορτωμένα.
Τα χέρια σου γεμάτα ουρανούς.
1. Όλα ήταν ένα λάθος. Στη
διασταύρωση πήρα τον αριστερό μονόδρομο. Μετά ήρθαν οι συνήθειες, τώρα πια
έξεις έχουν γίνει. Σημειωματάρια, μπλοκάκια, ημερολόγια. Τα πακέτα του Άσσου,
που κάπνιζα έφηβος. Μολύβια, στυλό διαρκείας, πένες. Όργανα γραφής, μια
παλιομοδίτικη γραφομηχανή και άπειρες σημειώσεις, παρενθέσεις, αποσιωπητικά.
Ξοδευόμουν και πάντα αναζητούσα χρόνο να
τακτοποιήσω τα περασμένα, αλλά ξέπεφτα να τα διαβάζω ξανά και ξανά.
Ιστορίες που θα μπορούσε να γράψει ο
καθένας, να διαβάσει όλος ο κόσμος, ή τελοσπάντων όλος ο κόσμος που διαβάζει
και να αλλάξει οπτική. Να αλλάξει ματιά, να βάλει στην καθημερινότητά του τη
δική μου θέση.
Είναι βάσανο αυτή η διαδρομή.
Βήμα το βήμα, όσο δηλαδή τα πόδια κρατούσαν, ανακάλυπτα μικρά στενάκια, τις
περισσότερες φορές αδιέξοδα, που με οδηγούσαν πάλι πίσω στον αρχικό μονόδρομο.
Άρχιζα τότε από το σημείο τρία. Ένα πρόσωπο, μια ιστορία, μια παραμορφωμένη
εικόνα του εαυτού μου. Άλλαζα βέβαια οδούς και διευθύνσεις, έδινα έναν άλλο
τόνο, μια άλλη τοποθεσία, ένα λιμάνι δημιουργούσα πάνω στα ορεινά του οδικού χάρτη.
Μια φορά συνάντησα μια κλειστή
πόρτα σε ένα δρόμο που φαινόταν μακρύς και φωτεινός. Δεν την άνοιξε κανένα από
τα αντικλείδια που είχα μαζί μου.
Δεν έχω δημοσιεύσει τίποτα μέχρι
σήμερα.
2. Ζητώ ακόρεστα την νέα ιστορία.
Την ιστορία που δεν έγραψα ακόμα. Την ιστορία
που με βασανίζει, με τσιγκλά, με βλέπει και την βλέπω, την ιστορία που
έρχεται και απομακρύνεται. Την καταχωνιάσω, την απωθώ και
εκείνη φεύγει, χάνεται, αρνείται. Όπως η Ωραία Ελένη, που υπήρξε, κλέφτηκε,
αλλά ποτέ δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι του Πάρη. Αυτή είναι μια από τις πρώτες
ιστορίες που είχα γράψει, νεαρός με την αλαζονεία της ηλικίας, τότε που ήθελα
τον κάθε μύθο να καταρρίψω.
Οι νέες ιστορίες τριγυρίζουν
παντού. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα τις συναντήσω. Μένω στο σπίτι είναι
στο πάρκο. Βγαίνω απογευματινό περίπατο έχουν κλειστεί στο πατρικό μου σπίτι.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι ευγενικοί με τους ηλικιωμένους, που δεν με γνωρίζουν,
συνάντησα εχθές ένα νεαρό ζευγάρι που απεχθάνονται και φεύγουν μακριά από έναν
γέροντα, που αναζητά παρέα. Υπάρχουν νέες ιδέες γυμνές στο δρόμο, φορώ τότε
όλα τα χειμωνιάτικα. Νέα περιβάλλοντα δημιουργούνται προτιμώ την ασφάλεια του
γραφείο μου.
Υπάρχουν στιγμές που νοιώθω
έτοιμος. «Θα την αρπάξω», μονολογώ και
θα την φέρω στις λέξεις μου. Τρέχει πιο γρήγορα από τα κουρασμένα μου πόδια. Τα
καταφέρνει πάντα και διαφεύγει. Ζηλεύω την ευλυγισία της και κρατώ ότι μου
αφήνει.
Το άρωμά της.
Και όπως ξέρετε πολύ καλά κανένα
άρωμα δεν γράφτηκε με λέξεις. Κανείς δεν πρέπει να συγχέει τα ποιήματα με τα
εφηβικά γράμματα, τα αρωματισμένα.
Έρχεται κύμα νέας βαρυχειμωνιάς.
Νέες αντιστάσεις χρειαζόμαστε.
Προσπάθησα, νύχτα τη νύχτα, να εξιστορήσω
τεθλασμένες γραμμές περασμένων εποχών.
Ανομήματα μιας ολόκληρης ζωής.
Σε αντικριστούς καθρέπτες επιστρέφουν σύμβολα και ερινύες.
Επιστρέφουν για να εξοφληθούν: πίκρες, αμαρτίες και τύψεις.
Προσπάθησα, πράξη την πράξη, να απαλύνω τον πόνο
με γράμματα ζεστά, ανοιχτές αγκαλιές.
Έρχεται κύμα νέας βαρυχειμωνιάς.
Νέες αντιστάσεις χρειαζόμαστε
Όχι καινούργιο ηλεκτρικό σώμα.
4. Συλλέκτης στιγμών
Αυτήν την εποχή μου λείπουν Εσύ και
οι λέξεις. Σε δρόμους
γνωστούς και ξένους περπατάς, σε μυστικά περάσματα κρύφτηκανε εκείνες. Αέρινη,
παρά το φορτίο που κουβαλάς, την απόφαση μόνη να μείνεις, βαριές, δυσκίνητες
εκείνες, χαθήκανε θαρρείς σε αρχινισμένα ποιήματα εντός μου. Δεν έχω που
αλλού να ακουμπήσω. Γυρνώ μέσα μου. Σε ένα παιδί που μεγαλώνει. Τα φύλλα του
φθινοπώρου επουλώνουν τραύματα και μνήμες. Αγύρευτες λέξεις αναζητώ κι ένα
χαμόγελό σου. Για τα χρόνια που θα `ρθουν, τα φιλιά που θα δοθούν, το δικό σου
πρόσωπο.
Κρυφοκοιτάζω το παρελθόν. Ένας ήλιος θαλασσινός πάνω σε παρατεταγμένες
συνήθειες. Οι λέξεις προσπερνούν τη μέρα μου, Εσύ αρνήθηκες και μέρα και νύχτα,
τώρα σε μέρες ψίχουλα ζω.
Μέχρι να συναντηθούν τα μάτια μας.
5. Αυτός ο κήπος δεν ήταν πάντοτε έτσι. Υπήρξε γεμάτος αρώματα, φυλλώματα. Στα αγριόχορτα φωλιάζαν πουλιά με ασφάλεια. Γέμιζαν μουσικές τον χώρο, ξέφευγαν οι νότες και επισκεφτόταν τα δωμάτια του κλειστού σπιτιού. Τα παιδιά της γειτονιάς έφτιαξαν ένα καταφύγιο. Είχαν κανόνες, σύνθημα, παρασύνθημα. Δεν πλησίασαν ποτέ τη βαριά πόρτα του ισογείου.
Αργότερα ήρθαν οι κηπουροί.
υγ. ...ένας ολόκληρος έρωτας που χάθηκε στη μισή αλήθεια.
!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για την ανάγνωση και το σχόλιο...
ΑπάντησηΔιαγραφήηταν τυχη και συγκυρία να σας βρω και να διαβασω τα γραφόμενά σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήενα μεγαλο ευχαριστω που τα μοιράζεστε και μαζι μου!
καλη συνεχεια στην ημερα σας.
xryssaki..
Καλώς ορίσατε στο "τετράδιο", xryssaki! Ευχαριστώ για την ανάγνωση και το σχόλιο. Τώρα που συναντηθήκαμε θα ανταμώνουμε περισσότερο.
ΑπάντησηΔιαγραφή