Ηράκλειο, 10. Κουτσοφλέβαρου.
2013
...απαντώ στις
ερωτήσεις του μικρού Νικόλα-Κάρολου…
… Γεννήθηκα σε μια μικρή γειτονιά στο κέντρο του
Ηρακλείου. Το πατρικό μου σπίτι βρισκόταν σε ένα πολύ στενό δρομάκι, ένα
αδιέξοδο. Στα παιδικά μου μάτια αυτός ήταν ο κόσμος όλος. Μόλις τα κατάφερα…
[το πώς είναι μια άλλη ιστορία] και ανέβηκα τα σκαλοπάτια της άλλης γειτονιάς… Η χαρά μου δεν περιγράφεται με περισσότερα
λόγια.
…Η φίλη μου η Μαρία δεν ήρθε ούτε σήμερα στο
σχολείο. Και στη γειτονιά δεν φάνηκε. Το παιγνίδι μου φάνηκε λειψό… Έμαθα –
πολύ αργότερα – και πολύ αργότερα κατάλαβα… οι γονείς της μετακόμισαν – έφυγαν
για άλλη χώρα – και η συμμαθήτρια μου θα έμενε με τη γιαγιά της στο χωριό. Λυπήθηκα…Δεν την έχω συναντήσει από τότε…
…Ο παππούς ανέβαινε πάντοτε για ύπνο…αμέσως μετά το
μεσημεριανό φαγητό. Στάθηκε στη μέση της σκάλας
και ρώτησε τη μητέρα αν έφαγε ο Μανόλης…ο μικρός μου αδελφός! Για μένα
δεν είχε ούτε μια κουβέντα. Δεν μ` αγαπούσε ο παππούς! Θύμωσα! Μα δεν το κράτησα για μένα. Τον ρώτησα…
Ο μπαμπάς σου
–όταν ήταν παιδί- φοβόταν το σκοτάδι. Όπως όλα τα παιδιά που σέβονται τον εαυτό
τους…
Ο μπαμπάς σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου