Κατοικούσα τότε σε ένα κοινόβιο.
Ξαφνικά μπήκε μέσα ο Αντρέας. Μηχανικός στο κοντινό εργοστάσιο, άνθρωπος με το πιο χαμένο βλέμμα, που είχα δει μέχρι τότε. Παιδί ήμουν και ζητούσα τον πατέρα μου. Η μητέρα μαγείρευε ήδη στην κουζίνα του κτήματος και ο μικρός μου αδελφός δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Ο Αντρέας πήρε με ευχαρίστηση το παγωμένο νερό και πήγε στο μικρό μπάνιο του ισογείου. Βγήκε ξυρισμένος με το ίδιο πάντα χαμένο βλέμμα.
Το ζωηρό πρόσωπο του πατέρα σφηνώθηκε πάνω μου. Λένε ότι του μοιάζω.
Το ημερολόγιο έγραφε 29 Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου