Κείμενα Κλειδιά γράφει η Βασιλική Γεωργιάδου

Κείμενα κλειδιά - είναι η νέα σελίδα του "τετραδίου". 
Ικανά να μας δείξουν δρόμους 
να κατανοήσουμε τον νέο κόσμο που γεννιέται δίπλα μας. 

Γράφει η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου, Αν. καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και την Πολιτική Κοινωνιολογία στα Ινστιτούτα Πολιτειολογίας και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Münster (Γερμανία).  

Συγγραφέας του βιβλίου: Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008






Κλειδί 6ο
Eκτόξευση της ακροδεξιάς στην Αυστρία

Η εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά στην Αυστρία έχει ένα μακρύ παρελθόν. Η πορεία της είναι σχεδόν διαρκώς ανοδική από το 1986, όταν τα ηνία του κόμματος ανέλαβε ο  Jörg Haider, υπό την ηγεσία του οποίου το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία (FPÖ) συγκέντρωσε σε τοπικό αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο ποσοστά τόσο υψηλά (27% το 1999) που το κατέστησαν κυβερνητικό εταίρο σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες του ÖVP. Παρά τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς του που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή (αποχώρηση Haider από το FPÖ, διάσπαση και δημιουργία νέου ανταγωνιστικού μορφώματος), το Κόμμα της Ελευθερίας μετατοπίστηκε από το πολιτικό και ιδεολογικό περιθώριο σε περισσότερο mainstream θέσεις της αυστριακής πολιτικής σκηνής.

Οι τελευταίες προεδρικές εκλογές, που ο πρώτος γύρος τους έλαβε χώρα αυτή την Κυριακή (24 Απριλίου), διαθέτουν περισσότερο ένα συμβολικό περιεχόμενο όσον αφορά τις αρμοδιότητες του άμεσα από τους ψηφοφόρους εκλεγμένου Ομοσποδιακού Προέδρου της Αυστρίας. Όσον αφορά ωστόσο την επίδρασή τους στο κομματικό σύστημα, αποτελούν εκλογές ανατροπής καθώς για πρώτη φορά στην ομοσπονδιακή πολιτική σκηνή της χώρας η ακροδεξιά καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον πολιτικό-κομματικό ανταγωνισμό, μάλιστα για ένα τόσο σημαντικό διακυβευόμενο. Παρότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ακόμη γνωστό το τελικό αποτέλεσμα, για την έκδοση του οποίου θα χρειαστεί να ενσωματωθεί η επιστολική ψήφος, ο 45χρονος υποψήφιος του FPÖ για το προεδρικό αξίωμα Norbert Hofer απέχει 14 ποσοστιαίες μονάδες από τον υποψήφιο των Πράσινων 72χρονο καθηγητή Van der Bellen.

Δεν είναι μόνο ότι οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω και το αποτέλεσμα συνιστά (και) από τη σκοπιά των ερευνών της εκλογικής συμπεριφοράς μια δυσάρεστη έκπληξη. Προφανώς ένα μέρος των ψηφοφόρων αποφάσισε την τελευταία στιγμή, ενώ το συνεχιζόμενο από πολύ καιρό κλίμα της πολιτικής δυσαρέσκειας στους ψηφοφόρους συνέβαλε καθοριστικά στο να γείρει τελικώς η ζυγαριά υπέρ της επιλογής της ακροδεξιάς. Η καταγγελία της συναίνεσης, όπως αυτή πραγματώνεται με την κυβερνητική και ευρύτερα –σε επίπεδο πολιτικών- μακρόχρονη συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών υπήρξε η απαρχή για την καλλιέργεια της πολιτικής δυσαρέσκειας στους εκλογείς και αποτέλεσε την αφετηρία για την άνοδο του FPÖ. To FPÖ διαθέτει μια ρητορική όχι μόνο όμως ενός αντισυστημικού αλλά και ενός αντιμεταναστευτικού και ξενοφοβικού κόμματος.Το προσφυγικό ρεύμα επικαιροποιεί στην κοινωνία το φόβο για τον Ξένο και το FPÖ είναι πρόθυμο να στοχοποιήσει πρόσφυγες και μετανάστες στο όνομα της αρχής της «εθνικής προτεραιότητας», η οποία ηχεί ως ένας προστατευτικός, αν όχι και σαγηνευτικός ήχος πάνω στο αγχωμένο σήμερα εκλογικό σώμα.

Ο Hofer ενσάρκωσε αποτελεσματικά αυτόν το ρόλο του υποκινητή των  φόβων, εκείνου που υπαινίσσεται κινδύνους, που ταλαντεύεται εντέχνως μεταξύ λαϊκισμού και ψευδο-ρεαλισμού. Ψηφίστηκε από τους εκλογείς του FPÖ,  αλλά και από όχι ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κύριας και κατεστημένης κομματικής σκηνής. Η τελευταία φάνηκε στην παρούσα φάση να μοιράζεται την ίδια πολιτική ατζέντα με τους εθνικολαϊκιστές, κρατώντας –ιδίως η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Χριστανοδημοκρατών– σκληρή στάση στο θέμα των πρόσφατων προσφυγικών ροών και επικροτώντας με την στάση του υπουργού των εξωτερικών της το κλείσιμο του λεγόμενου βαλκανικού διαδρόμου σε αγαστή συνεργασία με την ΠΓΔΜ. Όμως όσο πιο αυστηρή γινόταν η στάση της κυβέρνησης συνεργασίας SPÖ και  ÖVP στο θέμα των προσφύγων, τόσο δυνάμωνε η φωνή του FPÖ που κατήγγειλε τις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις για επιτρεπτικότητα και ανεκτικότητα στο ζήτημα της μεταχείρισης των μεταναστών και προσφύγων.


Στις 22 Μαΐου θα λάβει χώρα ο δεύτερος και τελικός γύρος των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, στον οποίο θα μετάσχουν οι δύο πρώτοι υποψήφιοι. Με δεδομένη τη διασπορά των ψήφων σε ένα πλήθος υποψηφίων από την δημοκρατική πολιτική σκηνή είναι πολύ πιθανό η Αυστρία να αποκτήσει τον πρώτο Πράσινο πρόεδρό της. Θα πρόκειται για μια όντως θετική έκβαση εφόσον αυτό συμβεί. Όμως αυτό δεν μειώνει τη νίκη του FPÖ που έχει ήδη σημειώσει μια σημαντική ενίσχυση των δυνάμεών του έχοντας συγχρόνως καταδείξει ότι οι πολιτικές ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά είναι σε ανοδική πορεία.


Κλειδί 5ο

Ριζοσπαστικοποίηση διπλής όψης

Η εργαλειοποίηση του φόβου για την τρομοκρατία από τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης


Ο Μάρκους Πρέτσελ είναι ένας 43χρονος ευρωβουλευτής του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Η AfD είναι ένα νέο κόμμα της γερμανικής κομματικής σκηνής που ιδρύθηκε το 2013 από μια πλειάδα οικονομολόγων και καθηγητών Πανεπιστημίου. Παρουσιάστηκε κατ' αρχάς ως ένα εθνικο-συντηρητικό αστικό κόμμα, που υπερασπίζεται αντιευρωπαϊκές θέσεις (εναντίον του ευρώ και των προγραμμάτων διάσωσης οικονομιών σε κρίση). Ωστόσο, πλέον καλλιεργεί ένα ξενοφοβικό προφίλ: στρέφεται κατά των πολιτικών ασύλου και των ανοικτών συνόρων απέναντι στους πρόσφυγες, ενώ αντιλαμβάνεται τη μετανάστευση ως ένα εγχείρημα εθνικής και πολιτισμικής νόθευσης αλλά και ιδιοποίησης του κράτους πρόνοιας από «μη αυτόχθονες». Μερικά λεπτά αφότου έγινε γνωστή η διάπραξη των πολύνεκρων τρομοκρατικών χτυπημάτων στις Βρυξέλλες, ο Πρέτσελ έγραψε στο twitter: «Ολοι αλληλέγγυοι με τους νεκρούς. Πότε επιτέλους θα δείξετε αλληλεγγύη στους ζώντες;».

Ο κυνισμός και η έλλειψη στοιχειώδους ενσυναίσθησης από βουλευτή του Ευρωκοινοβουλίου, σε στιγμές που ακόμη βρισκόταν σε εξέλιξη η αγριότητα των τζιχαντιστών, υπήρξαν σοκαριστικά. Ακόμη πιο σοκαριστική από το περιεχόμενο της δήλωσης (και παρεμφερών που ακολούθησαν) υπήρξε η προσπάθεια εργαλειοποίησης των βίαιων πράξεων βαρβαρότητας των τρομοκρατών. Στο εγχείρημα αυτό ο Πρέτσελ κάθε άλλο παρά αποτελεί μια διακριτή παραφωνία στην οικογένεια των ακροδεξιών λαϊκιστών και εξτρεμιστών: από τον Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία, τον Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία ως τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και από το UKIP στη Μ. Βρετανία ως το NPD στη Γερμανία και την εγχώρια Χρυσή Αυγή, ένα σαθρό και παραπλανητικό εξηγητικό μοτίβο της τρομοκρατίας καθίσταται μονότονα επαναλαμβανόμενο: η πολιτική των ανοικτών συνόρων ευθύνεται για την ανάπτυξη και την έξαρση του φαινομένου της ισλαμικής τρομοκρατίας, ενώ στο σφράγισμα των εθνικών συνόρων και στην υιοθέτηση ενός μοντέλου μιας «Ευρώπης-φρουρίου» βρίσκεται η λύση του, διατείνονται ακροδεξιοί διαφορετικών αποχρώσεων.

Η ριζοσπαστικοποίηση δεν τροφοδοτεί με φανατικό μίσος μόνο νεαρούς μουσουλμάνους, μεγαλωμένους σε δυτικές χώρες, οι οποίοι αποτελούν παραδείγματα ατόμων με (μικρο-)παραβατικό παρελθόν και με μεγάλη εσωτερική ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση, που στρατολογήθηκαν στην καρδιά του δυτικού κόσμου από οργανωμένα δίκτυα διεθνούς τρομοκρατίας. Σχετικά με αυτούς, ένα αναλυτικό λάθος που συχνά γίνεται είναι ότι τα άτομα αυτά θεωρούνται περιπτώσεις αποτυχημένης κοινωνικής ενσωμάτωσης, ενώ το πρόβλημα δεν είναι η αδυναμία ενσωμάτωσής τους, αλλά η σταδιακά συντελεσθείσα αποκοπή τους από τα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα που είχαν ενταχθεί. Επιπλέον, η ριζοσπαστικοποίηση στις δυτικές κοινωνίες είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο που αναπτύσσεται και πέραν των κοινοτήτων των ισλαμιστών· ενδεικτικά να αναφέρουμε τους γερμανούς νεοναζιστές του NSU ή εκείνους της αντίστοιχης ομάδας των Ρώσων του NS/WP που δολοφονούσαν εν ψυχρώ μετανάστες. Ο ριζοσπαστισμός ως φαινόμενο σηματοδοτεί διεργασίες ολικής ρήξης με το αξιακό περιβάλλον του δυτικού πολιτισμού και τις αρχές και τις παραδόσεις της δημοκρατίας και υπάρχει τόσο μέσα στον δυτικό κόσμο όσο και έξω από αυτόν.  

Η ριζοσπαστικοποίηση νεαρών μουσουλμάνων αποτελεί την πλέον επικίνδυνη πτυχή του φαινομένου. Ομως φαινόμενα όπως εκείνο της διαθεσιμότητας απέναντι στον εξτρεμισμό, που κινητοποιούν εσωτερικές διεργασίες αποκτήνωσης (dehumanization) της ανθρώπινης υπόστασης, υπερβαίνουν τη δεξαμενή των εκκολαπτόμενων τρομοκρατών κάθε εκδοχής. Μια άλλη διεργασία ριζοσπαστικοποίησης, πιο υπόγεια και κεκαλυμμένη, αναπτύσσεται στα περιβάλλοντα στα οποία συνειδητά απευθύνονται με στόχο να τα φανατίζουν οι κάθε είδους Πρέτσελ, Ορμπάν ή Τραμπ. Κάθε εκδοχή ριζοσπαστικοποίησης θέτει στο στόχαστρο πρώτα και κύρια τον ανθρωπισμό, στοχεύοντας στον αντιδραστισμό, δηλαδή στην απόρριψη σε ό,τι μας δίνει ανθρώπινη ουσία, στην απάντληση των ευαισθησιών και στην απενεργοποίηση των ικανοτήτων συναισθηματικής ταύτισης.

Η άποψη ότι η τρομοκρατία είναι εισαγόμενη με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και ότι μεταξύ τους αναγνωρίζονται τζιχαντιστές τρομοκράτες είναι μια ευρέως διαδεδομένη άποψη στο εσωτερικό της άκρας Δεξιάς. Πιστοποιεί μάλιστα και μια σύγκλιση απόψεων που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της με επίκεντρο το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ζήτημα. Αν μέχρι πρότινος οι δεξιοί λαϊκιστές δεν διέθεταν μια απόλυτα αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική τοποθέτηση, διαφοροποιούμενοι από τις σχετικές τοποθετήσεις των εξτρεμιστών του χώρου, πλέον οι διαφοροποιήσεις αυτές τείνουν να απαλυνθούν. Μεταξύ των θέσεων του AfD και του NPD ή της Χρυσής Αυγής στο ζήτημα της στάσης της Ευρώπης απέναντι στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες: «παραδεχθείτε το επιτέλους ότι το όνειρο μιας πολύχρωμης Ευρώπης έγινε καπνός» λέει η αρχηγός του AfD, ενώ υπέρ της άμεσης απέλασης όλων των μουσουλμάνων και του κλεισίματος των συνόρων τάσσεται η Χρυσή Αυγή, όπως και ο επικεφαλής του Κόμματος για την Ελευθερία (PVV) που ζητεί την «απομουσουλμανοποίηση» της Ευρώπης ως προϋπόθεση για την επιστροφή της ασφάλειας στο εσωτερικό της.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην καρδιά της Ευρώπης δικαιολογημένα δημιουργούν φόβο και καθιστούν επίκαιρα τα ζητήματα της περαιτέρω θωράκισής της απέναντι στην τρομοκρατία. Επειδή ωστόσο ένας τέτοιος κίνδυνος θα έχει πάντα αθέατες πλευρές που θα καθιστούν τα μέτρα προστασίας λιγότερο αποτελεσματικά απέναντι στην πραγματικότητα και τη δυνητικότητα του φαινομένου, η καλλιέργεια του φόβου θα βρίσκει πάντα πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας των τζιχαντιστών δίνουν στον φόβο υπόσταση και ένταση. Η εργαλειοποίηση του φόβου γίνεται όμως από εκείνους που είναι πρόθυμοι να του δώσουν πρόσωπο και μορφή. Σε μια σύντομη δήλωσή του ο Βίκτορ Ορμπάν έδωσε το περίγραμμα αυτού του εγχειρήματος εργαλειοποίησης: «Οσοι λένε "ναι" στη μετανάστευση, δεν κάνουν τα πάντα για την άμυνα της Ευρώπης» απέναντι στην τρομοκρατία. Εναντίον αυτής της Ευρώπης και ό,τι εκφράζει σε αρχές και αξίες στρέφεται εν τέλει αυτή η σε εξέλιξη ντουμπλ-φας ριζοσπαστικοποίηση που συντελείται στις μέρες μας.




Κλειδί 4ο

B. Γεωργιάδου: Αν δεν υπάρξει παραγωγή πραγματικής πολιτικής, θα αρχίσει η κάθοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Χρειαζόμαστε τους εταίρους μας για να πετύχουμε την έξοδο από την κρίση, διαπιστώνει η αν. καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Β. Γεωργιάδου, που θεωρεί ότι η πορεία της ακροδεξιάς δεν είναι αναστρέψιμη.

συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού

Τι είναι αυτό που συμβαίνει στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα; Αλλάζουμε ιστορική περίοδο ή η προσφυγική κρίση θα έχει περιορισμένη διάρκεια;
Παρ’ ότι ακόμα η οικονομική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, με την ελληνική οικονομία να είναι ο μεγάλος ασθενής, αν και όχι η μοναδική χώρα με οικονομικά προβλήματα μεταξύ των 28 χωρών-μελών της Ε.Ε. (π.χ. σε Γαλλία και Ιταλία η ανεργία είναι υψηλή και με ανοδική τάση, ενώ οι δείκτες οικονομικών επιδόσεων είναι ανησυχητικοί τουλάχιστον σε Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία), το προσφυγικό έρχεται να επισκιάσει σε σημασία τα οικονομικά διακυβεύματα. Δεν πρόκειται για ένα συγκυριακό ζήτημα. Η ροή των προσφυγικών πληθυσμών, προπάντων από τη Συρία και το Ιράκ, είναι και θα εξακολουθήσει για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια να είναι εξίσου μεγάλη ή και μεγαλύτερη. Επιπλέον, το προσφυγικό ζήτημα διαπλέκεται με τις ευρύτερες μεταναστευτικές ροές, που τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχουν κοπάσει.
Διαβάζω μελέτες για μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών τα επόμενα χρόνια ή και δεκαετίες. Είναι υπερβολικές αυτές οι εκτιμήσεις ή στη Δύση εθελοτυφλούν;
Βάσει στοιχείων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ολόκληρη η δεκαετία που διανύουμε θα χαρακτηρίζεται από αναγκαστικές μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο αριθμός των εκτοπιζόμενων ανθρώπων εξαιτίας οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αιτίων θα διογκώνεται. Η πρόκληση είναι μεγάλη για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και για την Ευρώπη ειδικότερα, που έχει να αντιμετωπίσει την εκρηκτικότητα της κρίσης στη Συρία και την έξαρση των προσφυγικών ρευμάτων του τελευταίου έτους. Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία που διανύουμε, αν όχι και κατά την προηγούμενη, οι λεγόμενες παραδοσιακές βιώσιμες λύσεις (εθελοντικός επαναπατρισμός, τοπική ένταξη κ.λπ.) δεν λειτουργούν, πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστεί να εκπονηθούν μεταβατικές πολιτικές και νέες βιώσιμες λύσεις για το μέλλον. Σήμερα, στο περιβάλλον των περισσότερων χωρών-μελών της Ε.Ε. επικρατεί το σύνδρομο NIMBY (not in my backyard) σε σχέση με τους πρόσφυγες και τις δυνατότητες υποδοχής και εγκατάστασής τους. Πρόκειται για μια κοντόφθαλμη, φοβική και πάντως αναποτελεσματική στάση, που θα ανατραπεί αργότερα ή γρηγορότερα από την ίδια τη δυναμική του προσφυγικού ζητήματος.
Έχει τις δυνάμεις και τις δυνατότητες η χώρα μας να αντιμετωπίσει δύο κρίσεις ταυτόχρονα (την οικονομική και την προσφυγική) και μάλιστα τέτοιας οξύτητας;
Προφανώς και δυσκολεύουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο για την Ελλάδα, όχι όμως μόνο γιατί όσον αφορά τα δύο αυτά ζητήματα το ένα πέφτει χρονικά πάνω στο άλλο, αλλά κυρίως διότι η κυβέρνηση εφαρμόζει και για τα δύο την ίδια τακτική (μη-)διαχείρισής τους. Δηλαδή καθυστερεί, αθετεί ή αυτοσχεδιάζει και ρίχνει τα βάρη σε κάποιους άλλους, αποποιούμενη δικές της ευθύνες. Θα περίμενε κανείς ότι στο προσφυγικό, σε αντίθεση με το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση (ο ΣΥΡΙΖΑ ορθότερα, μια και οι ΑΝΕΛ έχουν μια εθνικολαϊκιστική υπόσταση που τους φέρνει κόντρα στο όλο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης) θα επιδείκνυε «θεματική αρμοδιότητα»: με άλλα λόγια, θα έδειχνε ότι στο σημείο αυτό ξέρει τι πρέπει να γίνει. Διακυβεύματα όπως το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ανήκουν σε εκείνα που βρίσκονται ψηλά στην κομματική ατζέντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς (συνεπώς και του ΣΥΡΙΖΑ), στο εσωτερικό της οποίας θα έπρεπε να υπάρχουν οι ανθρώπινες δυνάμεις, οι ιδέες και στοιχειωδώς κάποια σχέδια ώστε να καταστεί διαχειρίσιμο, με τεχνογνωσία και αποτελεσματικότητα, ένα τέτοιο ζήτημα. Το ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και η κυβέρνηση φαίνεται να έχει πελαγώσει μπροστά στο κύμα του προσφυγικού οπωσδήποτε δεν αφορά μόνο τη συνθετότητα και τις διαστάσεις του όλου ζητήματος. Η στάση της φανερώνει και ελλείμματα σε επίπεδο διακυβερνητικής θέλησης και επιλογών. Έτσι, ενώ λογικά η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα θα έπρεπε να προσπαθήσει να είναι αποτελεσματική στην περίπτωση του προσφυγικού, ώστε και να καταγράψει κάποια θετικά σκορ στο ενεργητικό της και να περιορίσει τις αρνητικές εντυπώσεις της διαπραγμάτευσης που ακολούθησε γύρω από το μνημόνιο και την οικονομία, κατάφερε να γίνει το αντίθετο: δηλαδή να προστεθεί και το προσφυγικό στη χορεία των ζητημάτων μιας χαοτικής και αναποτελεσματικής δικής της διαχείρισης.
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. δεν σέβονται τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής για τη μετεγκατάσταση προσφύγων, η ομάδα του Βίζεγκραντ αυτονομείται, η Βρετανία ψάχνεται αν πρέπει να βγει από την Ε.Ε. Όλα αυτά μαζί είναι σημάδια διάλυσης ή απλώς μεγάλης αναστάτωσης;
Όλα αυτά μαζί είναι σημάδια σοβαρής αναστάτωσης που υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η ιδέα της Ε.Ε. στηρίχτηκε στη σύγκλιση και τη συνοχή μεταξύ των μελών της. Σήμερα βλέπουμε πολλούς εθνικο-κρατικούς εγωισμούς και αυτονομούμενες πορείες κρατών-μελών. Η ευρωπαϊκή ιδέα γίνεται όχημα τακτικισμών που αφορούν την εθνική πολιτική αρένα επιμέρους κρατών-μελών και εξυπηρετούν εκλογικές και ευρύτερα πολιτικές αναγκαιότητες κομμάτων και πολιτικών αρχηγών. Όχι ότι αυτό δεν συνέβαινε και πιο πριν, αλλά στις μέρες μας η υπαγωγή της ευρωπαϊκής πολιτικής αρένας στην αντίστοιχη εθνική-κρατική αρένα είναι σημαντικά εντονότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Για να παραμείνουμε στα παραδείγματα χωρών που αναφέρατε, στη Μ. Βρετανία ο πρωθυπουργός Κάμερον και το Συντηρητικό Κόμμα έχουν να αντιμετωπίσουν τον καλπάζοντα ευρωσκεπτικισμό του Κόμματος της Ανεξαρτησίας (UKIP), γεγονός που τους οδηγεί στην υιοθέτηση μιας στάσης και δικής τους εντονότερης αποστασιοποίησης από την Ε.Ε. Ο ευρωσκεπτικισμός των πολιτικών άκρων διογκώνει κατ’ αυτό τον τρόπο και τον ευρωσκεπτικισμό στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Η περίπτωση των χωρών του Βίζεγκραντ είναι διαφορετική. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ευρωσκεπτικισμό αλλά με καθαρό ευρωαρνητισμό, με αποκήρυξη των ευρωπαϊκών αξιών. Οι χώρες του Βίζεγκραντ δεν αποζητούν μια χαλαρότερη σχέση με την Ευρώπη χάριν μιας εθνικής πορείας, αλλά επιδιώκουν να μπλοκάρουν τις αποφάσεις της Ε.Ε. Στην περίπτωση του προσφυγικού, οι χώρες αυτές επιδιώκουν να οδηγήσουν τα πράγματα σε αδιέξοδο. Το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό και δεν αφορά μόνο τους Σύρους πρόσφυγες.
Δεν είναι σαν να έχει υποχωρήσει η έννοια της πολιτικής κάτω από την κυριαρχία των τακτικισμών, των δημοσκοπήσεων και της επικοινωνίας; Αναφέρομαι και στα δικά μας και στα έξω…
Στις χώρες του Βίζεγκραντ, αλλά όχι μόνο σε αυτές, καλλιεργείται μια μεταπολιτική πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τα περιεχόμενα της πολιτικής διαδικασίας και τον τρόπο που οργανώνεται το πολιτικό φαινόμενο. Οι κανόνες της πολιτικής καταλύονται και ιδιόμορφες αρχηγικές φιγούρες διαφεντεύουν στην πολιτική αρένα. Τη δεκαετία του 1990 εκκολάφθηκαν αυτά τα φαινόμενα. Πρώτα στην Ιταλία με τον Σ. Μπερλουσκόνι, μετά στις νέες δημοκρατίες, από τις οποίες απουσίασαν οι δημοκρατικές παραδόσεις, και σήμερα φτάνουμε στον Ούγγρο πρωθυπουργό Β. Όρμπαν. Η κρίση διογκώνει αυτά τα φαινόμενα ακριβώς επειδή η συγκυρία της κρίσης δίνει ερείσματα σε μια αντιπολιτική καταστροφολογία. Στα χρόνια της κρίσης γνωρίσαμε από πρώτο χέρι και στη χώρα μας αυτή την πτυχή της πολιτικής πραγματικότητας. Μια πολιτική του στιλ, εις βάρος εκείνης του περιεχομένου, μια πολιτική που εξαντλείται σε κατασκευασμένους ψευτοσυμβολισμούς και εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα των πλέον ευάλωτων. Μια τέτοια πολιτική είναι ίσως ικανή στο να κερδίζει στον εκλογικό ανταγωνισμό, αλλά συχνά δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τις εκλογικές της νίκες.
Είναι αναστρέψιμη η ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ε.Ε.; Μεγαλώνει ο ακροδεξιός κίνδυνος στην Ελλάδα;
Δυστυχώς, δεν δείχνει αναστρέψιμη η πορεία της ακροδεξιάς στις μέρες μας. Αντίθετα, οι πολιτικές ευκαιρίες της αυξάνονται. Η μεταπολεμική Γερμανία ήταν το τελευταίο, ίσως, κάστρο που δεν είχε αλώσει ο εθνικολαϊκισμός. Δεκαοκτώ μήνες πριν από τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, η είσοδος ενός ξενοφοβικού κόμματος στο γερμανικό Bundestag για πρώτη φορά από υπάρξεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δείχνει αναπότρεπτη. Σε αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης το ταμπού της υπερψήφισης ενός ακραίου κόμματος έχει πέσει εδώ και καιρό. Μάλιστα στις μέρες μας παρατηρούμε όχι μόνο κόμματα που είναι ακραία σε ιδέες να κερδίζουν σε εκλογική απήχηση και πολιτική επιρροή, αλλά και κόμματα ακραία ως προς τις πολιτικές τους πρακτικές επίσης να βρίσκουν απήχηση σε ένα ευδιάκριτο κομμάτι εκλογέων. Στην Ελλάδα, μια εθνικολαϊκιστική τάση της άκρας Δεξιάς ξαναμπήκε στην κυβέρνηση, ενώ οι φιλοναζιστές είναι στη Βουλή από το 2012. Ο κίνδυνος να ατονήσουν τα αντανακλαστικά της κοινωνικής αντίδρασης σε τέτοια φαινόμενα είναι ορατός.
Στον ελληνικό μικρόκοσμο πώς διαμορφώνονται οι εξελίξεις; Θα αντέξει η κυβέρνηση την εφαρμογή του μνημονίου;
Η κυβέρνηση δύσκολα θα αντέξει, ο Τσίπρας όμως ίσως, αν έδειχνε ρεαλιστική προσαρμογή, όσο ακόμη διαθέτει κομματικό κεφάλαιο και αξιόλογους δείκτες δημοτικότητας στο εκλογικό σώμα. Ξέρετε, στην πολιτική πρέπει να κάνεις τους κατάλληλους χειρισμούς στον σωστό χρόνο. Αν παραβιαστεί αυτός ο κανόνας, δεν υπάρχει επιστροφή. Η παραγωγή συμβολικού κεφαλαίου στον ΣΥΡΙΖΑ έχει πια εξαντληθεί. Αν δεν υπάρξει παραγωγή πραγματικής πολιτικής, θα αρχίσει η κάθοδος. Επίσης, αυτή η παραδοξότητα του κυβερνητικού σχήματος δεν μπορεί να συνεχιστεί. Από δω και πέρα ο κ. Καμμένος θα προκαλεί συνειδητά κρίσεις. Αν δεν αλλάξει ο κ. Τσίπρας τον μικρό εταίρο της κυβέρνησής του, οι κρίσεις αυτές θα είναι συνεχείς.
Μπορεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα να βγάλει τη χώρα από το τέλμα; Και, τελικά, είναι πρόβλημα πολιτικού συστήματος περισσότερο ή πρόβλημα κοινωνίας;
Χρειαζόμαστε τους εταίρους μας για να πετύχουμε την έξοδο από την κρίση. Χωρίς την Ε.Ε. δεν υπάρχει δυνατότητα εξόδου από την κρίση, παρά μόνο δοκιμασίες και νέες περιπέτειες. Όσοι καλλιέργησαν τέτοιες ιδέες μιας αποκομμένης Ελλάδας από το φυσικό πολιτισμικό της περιβάλλον, την Ευρώπη και την Ε.Ε., φέρουν μεγάλη ευθύνη, πολλώ δε μάλλον αν τις καλλιέργησαν συνειδητά, γνωρίζοντας από την αρχή πόσο αδιέξοδες ήταν. Το πρόβλημά μας δεν είναι τόσο θεσμικό όσο λειτουργικό. Δηλαδή δεν αφορά πρωτίστως τη θεσμική διάρθρωση της δημοκρατίας (όχι βέβαια ότι δεν μπορούν να υπάρξουν βελτιώσεις και σε θεσμικό επίπεδο) αλλά τον τρόπο που λειτουργούν οι θεσμοί, παράγονται και τίθενται σε εφαρμογή οι πολιτικές αποφάσεις. Η δημοκρατία μας έχει πολλές παθογένειες, όπως το πελατειακό σύστημα, το καρτέλ των κομμάτων που εξασφάλισαν πολλά προνόμια για τον εαυτό τους και τους πελάτες τους, είτε αυτοί ήταν άτομα/εκλογείς είτε οργανωμένα συμφέροντα, την καταφυγή στον καταγγελτικό λόγο… Οι παθογένειες παράγουν αποτελέσματα που βολεύουν ένα κομμάτι της κοινωνίας, αλλά και την ίδια την πολιτική ελίτ. Δεν είναι εύκολο να βγούμε από αυτό το αυτοαναφορικό σύστημα πολιτικής συναναστροφής. Δεν υπάρχουν μαγικοί τρόποι και σίγουρα θα χρειαστεί υπομονή και υπερπροσπάθεια. Μια συναινετική στάση και επίδειξη σοβαρότητας στο ζήτημα της διαχείρισης του προσφυγικού θα ήταν μια καλή συλλογική άσκηση στην προσπάθεια εξόδου από το τέλμα.


πηγή: Free Sunday


Κλειδί 3ο

Η δίκη της Χ.Α. και το πολιτικό της υπόβαθρο
Παρακολουθώντας αρκετές από τις συζητήσεις των τελευταίων ημερών και τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τη δίκη της Χρυσής Αυγής (ΧΑ), μένει κανείς με την εντύπωση ότι το σύμπλεγμα των ποινικών υποθέσεων που θα εκδικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί εάν η ΧΑ αποτελεί μια δομημένη εγκληματική οργάνωση στην οποία εντάχθηκαν ή και συντόνισαν ο αρχηγός, βουλευτές, στελέχη και μέλη της, διακρίνεται κατά τρόπο απόλυτο από το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των συγκεκριμένων πράξεων των δραστών. Οι κατηγορίες εναντίον τους αφορούν ποινικά αδικήματα, τα οποία καλύπτουν ένα ιδιαιτέρως ευρύ φάσμα ειδεχθών εγκλημάτων (ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, σωματικές βλάβες, ληστείες, εμπρησμούς, εκρήξεις, πλαστογραφίες, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.λπ.), που ως κοινό τους παρονομαστή έχουν το γεγονός ότι τόσο το ιδεολογικό υπόβαθρο της ΧΑ όσο και το οργανωτικό της πρότυπο πλαισιώνουν τα κίνητρα των πράξεων των δραστών. Για να το διατυπώσουμε ακριβέστερα: η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία που αταλάντευτα από ιδρύσεώς της πρεσβεύει η ΧΑ και ο βίαιος ακτιβισμός που έχουν δώσει όρκο ζωής απαρέγκλιτα να ακολουθούν όσοι εντάχθηκαν στο περιβάλλον της προκειμένου να συντρίψουν τον «βδελυρό, μισερό και αηδιαστικό εχθρό της φυλής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο του όρκου των Χρυσαυγιτών, διαμορφώνουν το κεντρικό μοτίβο των συγκεκριμένων πράξεων.

Τα ιδεολογικά κίνητρα των εγκληματικών πράξεων των δραστών μπορεί, βεβαίως, να υπάρχουν ανεξαρτήτως (των) συγκεκριμένων πράξεων. Έτσι, όσο αποκρουστικά κι αν είναι η ναζιστική ιδεολογία, η αρχή του Αρχηγού-Οδηγητή (Führerprinzip), ο εθνοφυλετισμός και η ιδέα της επικυριαρχίας της «κύριας φυλής», οι ολοκληρωτικές απόψεις για το κράτος και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, ακόμη και η επιθυμία ή και η διαθεσιμότητα για χρήση βίας κ.λπ. κ.λπ., εφόσον οι αντιλήψεις και διαθέσεις αυτές δεν μετουσιώνονται σε πράξη, παραμένουν στο πεδίο των ιδεών και κρίνονται μέσα στην αρένα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι πράξεις, ωστόσο, για τις οποίες κατηγορούνται ιθύνοντες και δρώντες της ΧΑ, οι κινητοποιήσεις των ταγμάτων εφόδου που κατέληξαν σε ένα εγκληματικό κρεσέντο με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν θα μπορούσαν να είχαν τελεστεί αν απουσίαζε η ιδεολογική πλαισίωση που τις συνοδεύει. Μια τέτοια πλαισίωση ήταν αναγκαία, καθώς «δικαιολογούσε» στα μάτια των Χρυσαυγιτών την πολεμική έως και εξολοθρευτική στοχοποίηση προσώπων (μεταναστών, κομμουνιστών, αντιφασιστών, αντιεθνικιστών), ενώ, επιπλέον, τους κινητοποιούσε για οργανωμένη δράση εναντίον ατόμων με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Με τα λόγια του βουλευτή της ΧΑ και ενός εκ των κατηγορουμένων Ηλ. Παναγιώταρου, ο οποίος ένα μήνα πριν γίνει η δολοφονικών στοχεύσεων επίθεση στο Πέραμα εναντίον των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ είπε επί λέξει απευθυνόμενος σε έναν μικρό κύκλο εργαζομένων της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης που επιδίωκαν τη δημιουργία ενός σωματείου προσκείμενου στα συμφέροντα εργολάβων και της ΧΑ: «Να είστε σίγουροι ότι πολύ σύντομα το απόστημα που υπάρχει εδώ και δημιουργεί τα προβλήματα, που έχει και όνομα, είναι το ΠΑΜΕ, θα τελειώσει και θα μπούνε τα πράγματα στη σωστή τους κατεύθυνση και όλα αυτά με την αρωγή της ΧΑ». Η ΧΑ κράτησε το λόγο της: το εγχείρημα εξόντωσης των συνδικαλιστών της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης από το Συνδικάτου Μετάλλου που ανήκουν στο ΠΑΜΕ επιχειρήθηκε από ένα δικό της τάγμα εφόδου και η δημιουργία ενός νέου σωματείου-σφραγίδα («Ο Άγιος Νικόλαος») οργανώθηκε από τη ΧΑ για να «καταπολεμηθεί η ανεργία και η ρατσιστική εκμετάλλευση του Έλληνα εργαζόμενου στη ζώνη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο site της.

Για να συνοψίσουμε τα παραπάνω: στη δίκη που ξεκίνησε στις 20 Απριλίου δεν δικάζονται οι εθνικοσοσιαλιστικές, αντιμεταναστευτικές, αντικομμουνιστικές ή όποιες άλλες ιδέες των κατηγορουμένων – αυτές είναι δικαίωμά τους και μπορούν στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας να τις υποστηρίζουν είτε έξω από τη φυλακή είτε μέσα στη φυλακή, είτε πριν είτε ακόμη και μετά από μια ενδεχόμενη δικαστική καταδίκη τους, εφόσον μια τέτοια έκφραση δεν αντιβαίνει τις ρυθμίσεις του αντιρατσιστικού νόμου και της ελληνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Χωρίς, ωστόσο, τις ιδέες αυτές θα απουσίαζε το κεντρικό και αποφασιστικό κίνητρο της συγκεκριμένης εγκληματικής δράσης, στην οποία κατηγορούνται ότι ενεπλάκησαν 69 Χρυσαυγίτες. Επιπλέον, χωρίς το πρότυπο της παραστρατιωτικής κινητοποίησης και του βίαιου ακτιβισμού (militia) που με άκαμπτο τρόπο εφάρμοζε και συστηματικά προωθούσε η ΧΑ ήδη από τη δεκαετία του 1980, αντιγράφοντας το πρότυπο των φασιστικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1920, προπάντων μάλιστα της δεκαετίας του 1930, θα εξέλειπε το modus operandi για την τέλεση των συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων.

Η δίκη της ΧΑ αποτελεί μια διαδικασία ποινική, όμως το πολιτικό υπόβαθρο είναι υπαρκτό στις πράξεις που οδήγησαν τον αρχηγό, τα στελέχη και τα μέλη της, φορτωμένους με βαριές κατηγορίες, στα έδρανα της Δικαιοσύνης. Τούτο κατ’ ουδένα τρόπο σημαίνει ότι η ΧΑ «διώκεται πολιτικά», όπως η ίδια θέλει να εμφανίζεται, υιοθετώντας υποκριτικά τη θέση του ψευδο-θύματος. Η ΧΑ ανήκει στους θύτες και όχι στα θύματα, σε εκείνους που στιγμάτισαν άλλους και όχι σε εκείνους που στιγματίζονται. Ίσα-ίσα που η ΧΑ ευνοήθηκε από την επί δεκαετίες αδράνεια της πολιτείας, η οποία φέρει σοβαρές ευθύνες που όχι μόνο δεν σταμάτησε τη δράση μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης αλλά και που επιπλέον της επέτρεψε να συμμετάσχει στον κομματικό ανταγωνισμό και να διεκδικήσει υπό τον ψευδο-μανδύα πολιτικού κόμματος την ψήφο των εκλογέων. Η δίκη είναι ποινική, αλλά τα επιχειρησιακά κίνητρα των κατηγορουμένων διαθέτουν ένα εμφανές πολιτικό υπόβαθρο. Έτσι συμβαίνει με το ναζισμό σε όλες τις εκδοχές του: η θεωρία και η πράξη είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Το διατύπωσε εκπληκτικά ο ιστορικός J. Fest μιλώντας για την αυθεντική εκδοχή του ολοκληρωτικού φαινομένου: «Ριζωμένη βαθιά, στα δύσκολα να ξεμπερδευτούν χαμόκλαδα της “κοσμοθεωρίας”, ο εθνικοσοσιαλισμός απέκτησε μόνο μία και μοναδική χειροπιαστή ιδέα: εκείνη της πολεμικής αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους του». Η δίκη θα συνεχιστεί στις 7 Μαΐου.


Κλειδί 2ο

Καμία ανοχή στη βία

Αν εξαιρέσουμε την τρομοκρατική βία που ευθέως στοχοποίησε πολιτικούς, πράξεις βίας πολιτών –μεμονωμένων ή με κάποια κομματική ιδιότητα– εναντίον πολιτικών υπήρξαν περιθωριακές μετά το 1974. Παρότι στη Μεταπολίτευση ο κομματικός ανταγωνισμός ήταν πολωμένος, οι αντιπαραθέσεις εξαντλούνταν στις δυνατότητες που προσέφερε το μοντέλο διακυβέρνησης εντός και εκτός της Βουλής. Οργανώσεις νεολαίας ή επαγγελματικές/συνδικαλιστικές κ.ά. οργανώσεις-προθάλαμοι των κομμάτων, στις μεταξύ τους πολιτικές αντιπαραθέσεις και εν γένει στις κινητοποιήσεις τους, είχαν εμπλακεί σε μορφές έντονου ή και βίαιου ακτιβισμού, χωρίς μια τέτοια δράση να στοχοποιήσει άμεσα το πολιτικό προσωπικό, πολλώ μάλλον τους εκλεγμένους  εκπροσώπους της εθνικής αντιπροσωπείας.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το 2009/2010. Η κρίση και τα μέτρα λιτότητας, η αποτυχία της πολιτικής και κομματικής ηγεσίας να τιθασεύσει την κρίση, σε συνδυασμό με την πτώση της πολιτικής εμπιστοσύνης και τη ισχυρή αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κόμματα, ανέδειξαν τις τιμωρητικές διαθέσεις των πολιτών απέναντι στο πολιτικό προσωπικό. Υποθέσεις οικονομικής διαφθοράς και διαπλοκής, στις οποίες είχαν εμπλακεί ορισμένοι πολιτικοί, τα πολιτικά σκάνδαλα (υπόθεση Siemens, εξοπλιστικά, πολιτικό χρήμα) αλλά και η σκανδαλολογία, επιβάρυναν το όλο κλίμα καθιστώντας βουλευτές και πολιτευτές τα εύκολα θύματα των διαμαρτυρόμενων πολιτών, εκείνων που θεωρούσαν ότι για όλα «φταίνε οι πολιτικοί», οι οποίοι «νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους», αγνοώντας τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες των πολιτών. Συγκεντρώσεις έξω από σπίτια πολιτικών ή σε δημόσια μέρη που αυτοί παρευρίσκονταν, υπήρξαν ένα σχετικά συχνό φαινόμενο τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Παρότι οι δράσεις αυτές παρουσιάζονταν ως ένα «αυθόρμητο» φαινόμενο, συχνά είχε καταγγελθεί η κομματική ιδιότητα ή και η κομματική υποκίνηση των συγκεκριμένων ατόμων που πρωτοστατούσαν.

Αυτή η διάθεση πολιτικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας επιτάθηκε το καλοκαίρι του 2011 με τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» και το «κίνημα των πλατειών» στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Οι «Αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος ήταν η μαζικότερη και εκείνη με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια κινητοποίηση αυτού του τύπου. Αν κάτι χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη μορφή συλλογικής δράσης είναι η ιδιαίτερη εκφραστικότητα της όλης κινητοποίησης – τα συνθήματα κατά των πολιτικών, κάποια από τα οποία υπήρξαν πρωτόγνωρα στην ελληνική κινηματική σκηνή («Κλέφτες, κλέφτες» φώναζαν οι «Αγανακτισμένοι» για τους πολιτικούς), το ίδιο όπως και κάποια άλλα, που δεν διατυπώνονταν με λόγο αλλά με χειρονομίες (η γνωστή «μούτζα» κατά της Βουλής).

Στο «κίνημα των Αγανακτισμένων» συναντήθηκαν άνθρωποι με διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό και με διαφορετικά κίνητρα όσον αφορά την όλη δική τους συμμετοχή και δράση. Διαρκούσης της κινητοποίησης, ωστόσο, εμφανίστηκαν συγκλίσεις όσον αφορά τις πρακτικές και την εκφραστικότητα  των συμμετεχόντων. Αν οι «μούτζες» στη Βουλή και τα συνθήματα για τους «κλέφτες» πολιτικούς ξεκίνησαν από το πάνω μέρος της πλατείας, εκεί όπου μαζεύονταν τα ακροδεξιά και εθνικολαϊκιστικά στοιχεία, αυτά σιγά-σιγά άρχισαν να συμπαρασύρουν και άλλους. Στο τέλος, όλοι είχαν κάτι κοινό: την απέχθεια κατά των πολιτικών που μπορούσε να μετουσιωθεί αν όχι σε συμμετοχή ή αποδοχή, έστω σε ανοχή πράξεων βίας εναντίον τους.

Δεν επρόκειτο όμως για τα συναισθήματα και την εκφραστικότητα κατά των πολιτικών εκ μέρους μόνο των «Αγανακτισμένων» των πλατειών. Μια τέτοια διάθεση κυνικής ή/και επιθετικής εκφραστικότητας εναντίον των πολιτικών είχε εντοπιστεί στην ελληνική κοινωνία πριν καν ξεκινήσουν οι σχετικές συγκεντρώσεις στις πλατείες τον Μάιο του 2011. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε σχετική ψηφοφορία αναγνωστών δημοφιλούς ενημερωτικού πόρταλ (protagon), που είχε διεξαχθεί αρχές του 2011, το 65% εκείνων που απάντησαν εξέφρασε συμφωνία με τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πολιτών έξω από τα σπίτια των πολιτικών.

Από το 2010 και μετά, η εκφραστικότητα «αγανακτισμένων» κατοίκων, π.χ. του κέντρου της Αθήνας, παίρνει χαρακτηριστικά συντονισμένης δράσης, με άτομα από το περιβάλλον της Χρυσής Αυγής να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους προπηλακισμούς πολιτικών (π.χ. πριν τις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2010).  Στο χώρο της Χρυσής Αυγής η βία είναι ένα αποδεκτό μέσο πολιτικής δράσης και επιβολής. Τα τάγματα εφόδου χρησιμοποιούν συστηματικά βίαιες πρακτικές εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων. Η βία γίνεται ο κοινός παρονομαστής εκείνων που επικαλούνται τη φθορά του κοινοβουλευτισμού, όπως και των θιασωτών του αυταρχισμού. Η ανοιχτή επίκληση της βίας και η χρήση της προβάλλονται ως εργαλεία βιταλισμού και αποτελεσματικής πολιτικής δράσης που έρχονται να επιβληθούν άμεσα και αδιαμεσολάβητα παρακάμπτοντας το «διεφθαρμένο κράτος» και τους ελεγχόμενους από αυτό αντίστοιχης ποιότητας θεσμούς.

Ο βουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κουμουτσάκος, που ξυλοκοπήθηκε άγρια από βίαια μέλη μιας αγέλης είναι ένα ακόμη θύμα (έχουν υπάρξει και αρκετά άλλα την τελευταία 5ετία) εξτρεμιστικών πρακτικών δραστών με προέλευση από τον νεοναζιστικό χώρο της Χρυσής Αυγής. Το γεγονός ότι το λιντσάρισμα εναντίον του έγινε μπροστά από τη Βουλή, με παρουσία πολλών διαδηλωτών, όπως και της αστυνομίας, λέει πολλά για τη διάχυση ή και την ανοχή των βίαιων πρακτικών στην κοινωνία, όπως και για την αδιαφορία ή ακόμη για τη διάβρωση των σωμάτων ασφαλείας. Οι πράξεις βίας είναι ένα πρόβλημα και ένα άλλο είναι το πώς αυτές οι πράξεις αντιμετωπίζονται. Η κοινωνία συχνά δείχνει αδιαφορία στα επαναλαμβανόμενα επεισόδια βίας, ενώ δεν λείπουν και οι εκφράσεις μνησίκακης ικανοποίησής της, ιδιαίτερα όταν θύματα της βίας είναι άτομα από την πολιτική ελίτ.

Πράξεις βίας δεν μπαίνουν σε καμία ζυγαριά. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την τέλεσή τους ούτε έχει σημασία ο λόγος που θα επικαλεστούν οι δράστες, όταν και αν ποτέ συλληφθούν. Το γεγονός ότι μπορεί οι πράξεις βίας όχι μόνο εναντίον πολιτικών να μείνουν ατιμώρητες (υπόθεση Marfin) τροφοδοτεί έτι περαιτέρω τη διαθεσιμότητα για χρήση της. Δεν είναι όμως μόνο η ατιμωρησία των δραστών το πρόβλημα αλλά και ο τρόπος που η κοινωνία ταξινομεί και αξιολογεί τις πράξεις βίας. Η ριζοσπαστικοποίηση που επήλθε στα χρόνια της κρίσης άνοιξε (κι άλλο) το περιθώριο της κοινωνικής ανοχής απέναντι σε συγκεκριμένα ρεπερτόρια βίας. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν μόνο η άσκηση βίας και οι δράστες, αλλά και η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα που κλείνει το μάτι στην πράξη βίας, ακόμη κι αν στιγματίσει το συγκεκριμένο δράστη που την ασκεί. Η ύπαρξή του είναι σοβαρό πρόβλημα σε μια δημοκρατία, που οφείλει να είναι άτεγκτη στην τήρηση των κανόνων δικαίων και αμείλικτη σε όσους τους παραβιάζουν. Όμως δεν είναι μόνο ο δράστης το πρόβλημα. Η όποια ανοχή απέναντι στο μέσον (βία) που αυτός χρησιμοποιεί, αλλά και η όλη διαθεσιμότητα απέναντι σε διάφορες εκδοχές («συμβολικές») ή χρήσεις («ιδεολογικές») αυτού του μέσου είναι εξίσου προβληματικές και κατακριτέες.  Ήρθε η ώρα να δούμε όλες τις πτυχές του προβλήματος που σχετίζεται με τη χρήση βίας χωρίς να διαλέγουμε οπτική θέασής του. 



Κλειδί 1ο


Απαξίωση της δημοκρατίας και εξτρεμιστική βία

Ο εξτρεμισμός αποτελεί έναν «κινούμενο στόχο», έγραψε ένας σύγχρονος μελετητής του, θέλοντας να επισημάνει τη συνθετότητα και την ποικιλομορφία των εκφράσεων που έχει προσλάβει το φαινόμενο στον σύγχρονο κόσμο. Από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ως τη 13η Νοεμβρίου 2015 μητροπόλεις του δυτικού κόσμου και αστικά κέντρα της καπιταλιστικής περιφέρειας, ειδυλλιακοί επαρχιακοί παράδεισοι και φημισμένοι τόποι θρησκευτικής λατρείας, γειτονιές-γκέτο συμμοριών, πολυσύχναστες πλατείες, χώροι αναψυχής και μέσα μαζικής μεταφοράς μεταβλήθηκαν σε στόχους και έγιναν θέατρο των πλέον σκληρών μορφών εκδήλωσης της βίαιης εξτρεμιστικής δράσης.

Η τρομοκρατία, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ο τζιχαντισμός, ο νεοναζισμός, ο χουλιγκανισμός αποτελούν κατ' εξοχήν φαινόμενα της εποχής. Οχι ότι δεν προϋπήρχαν της στροφής του αιώνα. Ωστόσο, μόνο μετά την 11/9 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους άρχισε να συνειδητοποιείται το μέγεθος της απειλής. Επρόκειτο για την ύπαρξη ενός σοβαρού αποθέματος βίας μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου και της διαθεσιμότητας δικτύων ή μεμονωμένων ατόμων με ως επί το πλείστον θρησκευτικά, ρατσιστικά και σεξιστικά κίνητρα να κάνουν χρήση του αποθέματος αυτού. Επιπλέον, μετά την πολύνεκρη διπλή επίθεση στο Παρίσι, αλλά και το πρόσφατο θανατηφόρο χτύπημα ένοπλων ισλαμιστών επί αμερικανικού εδάφους για πρώτη φορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα εθνικής και διεθνούς ασφάλειας είναι τρωτά απέναντι σε μια εν εξελίξει ευρισκόμενη εξτρεμιστική κινητοποίηση.


«Παράπλευρες» συνέπειες και «παράλληλες κοινωνίες»
Τι προκαλεί μια τέτοια κινητοποίηση και τι μπορεί να την ανακόψει; Συχνά η έξαψη των φαινομένων πολιτικο-κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και βίαιου εξτρεμισμού διασυνδέεται εμφατικά με τις μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που στο όνομα της πάταξης της διεθνούς τρομοκρατίας ανέτρεψαν το καθεστώς των Ταλιμπάν και του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είχε ωστόσο σοβαρές «παράπλευρες» συνέπειες καθώς διαταράχθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες σε περιφερειακό επίπεδο και δημιουργήθηκε μια στρατιά εξτρεμιστών, ένα τμήμα από τους οποίους είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας.

Δεν ήταν ωστόσο μόνο το έλλειμμα διεθνούς νομιμοποίησης και αυτές καθαυτές οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που προκάλεσαν αστάθεια και λειτούργησαν ως καταλύτης για την εμφάνιση στη διεθνή σκηνή ενός τύπου καταστροφικής βίας. Φαινόμενα πολιτικής βίας έκαναν επίσης την εμφάνισή τους στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας αναπτυγμένων χωρών ως αποτέλεσμα της δημιουργίας «παράλληλων κοινωνιών», όπως ονομάστηκαν θρησκευτικο-πολιτικοί θύλακοι μουσουλμάνων και μεταναστών που έχουν εντοπιστεί εντός τους. Στις «παράλληλες κοινωνίες» είναι εμφανές το έλλειμμα της κοινωνικής ενσωμάτωσης και η περιθωριοποίηση των μελών τους που γίνονται έρμαια οργανώσεων με φονταμενταλιστικό προσανατολισμό (μετρήθηκαν εκατοντάδες τέτοιες στη Γερμανία). Προσφέροντάς τους αναγνώριση και καλλιεργώντας τους αισθήματα θρησκευτικο-φυλετικής υπεροχής, δημιουργούν στους νέους που είναι ενθυλακωμένοι στο εσωτερικό των «παράλληλων κοινωνιών» ένα υπόστρωμα ριζοσπαστικοποίησης και τη διαθεσιμότητα για χρήση βίας εναντίον της εκκοσμικευμένης δυτικής κοινωνίας.

Εξτρεμισμός και ριζοσπαστικοποίηση
Φαινόμενα όπως αυτά που προαναφέρθηκαν δεν επιδέχονται μονοσήμαντες εξηγήσεις. Ο εξτρεμισμός και η βίαιη κινητοποίηση που εκδηλώνονται στις ημέρες μας δεν είναι «απλώς» η άλλη όψη του «ιμπεριαλισμού» και του «νεοφιλελευθερισμού». Οι στρατολόγοι του βίαιου εξτρεμισμού δεν είναι μόνο όσοι (εξ-)οπλίζουν τους τζιχαντιστές και φανατίζουν νεαρούς μουσουλμάνους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Η ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή διεργασίες ρήξης με το status quo, όπως και η εξτρεμιστική κινητοποίηση που στοχεύει στη βίαιη κατάλυσή του, διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές τάξεις: παρότι στις αναταραχές στο Λονδίνο το 2011 συμμετείχαν νεαρά άτομα από τα φτωχά προάστια, οι δύο δράστες της αιματηρής επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνιας ήταν ευκατάστατοι μουσουλμάνοι, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και (φαινομενικά) ενταγμένοι στην κοινωνία. Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα: πιο σημαντικό ρόλο από τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες διαδραματίζουν οι κοινωνικές δικτυώσεις και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία επηρεάζονται οι εκκολαπτόμενοι ριζοσπάστες και εξτρεμιστές.

Αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να τεθούν σε λειτουργία διεργασίες κοινωνικής ρήξης είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν εκείνους οι οποίοι εμφανίζουν διαθεσιμότητα ή και ετοιμότητα για κοινωνική ανατροπή. Η ελκυστικότητα και η φαντασμαγορία της βίας, η διεύρυνση της επιτρεπτικότητας που δημιουργεί η χρήση της, οι διαθέσεις για πολιτική διαμαρτυρία και καταγγελία που μπορεί να καταλάβουν ευρεία κοινωνικά στρώματα ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης και ιδεολογίας τους (π.χ., «Αγανακτισμένοι»), όλα τα παραπάνω είναι εκείνα που συνθέτουν το προφίλ όσων ριζοσπαστικοποιούνται με κατεύθυνση προς τις μορφές του βίαιου εξτρεμισμού.

Το φιλελεύθερο - δημοκρατικό ανάχωμα
Παρότι τα πορίσματα μελετών δεν είναι επαρκή για να αποκωδικοποιηθούν τα κίνητρα και το προφίλ των εξτρεμιστών, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Βίαιη Ριζοσπαστικοποίηση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), οι μελέτες του A. Schmid (Terrorism Research Initiative) ή του M. Goodwin (Πανεπιστήμιο του Kent), τα αποτελέσματα ποιοτικών ερευνών του έργου για τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό στην Ελλάδα (ΠΑΜΑΚ, Πάντειο Παν/μιο, Παν/μιο Κρήτης) αναδεικνύουν την κομβική σημασία των περί δημοκρατίας αντιλήψεων για την εμφάνιση διαθεσιμότητας υπέρ ή κατά της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού. Στάσεις ισχυρής απόρριψης του πολιτικού συστήματος, απογοήτευσης και πολιτικής δυσαρέσκειας δημιουργούν προϋποθέσεις ριζοσπαστικοποίησης και εξτρεμισμού. Οσο περιορίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση τόσο πιο εύφορο γίνεται το έδαφος για την υποστήριξη ριζοσπαστικών και εξτρεμιστικών δράσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαθεσιμότητα απέναντι στη χρήση ή τον εκθειασμό της βίας αναπτύσσεται πάνω σε προϋπάρχουσες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Ετσι δεν αποκλείεται κλειστές θρησκευτικές πεποιθήσεις να δημιουργούν τάσεις ριζοσπαστικοποίησης διαβρώνοντας ακόμη και ένα κατά τα άλλα φιλελεύθερο αξιακό πλαίσιο.

Η δημοκρατία έχει μεταβληθεί από χρόνια σε έναν σάκο του μποξ· ιδίως σήμερα συχνά όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών έχουν ως αιχμή του δόρατος την - έστω μερική - απαξίωση του τρόπου λειτουργίας της δημοκρατίας. Ομως το φιλελεύθερο - δημοκρατικό credo είναι το μοναδικό ισχυρό ανάχωμα στον εξτρεμισμό, ενώ όσοι καιροσκοπικά χτίζουν πάνω στον ισοπεδωτικό λαϊκισμό αποσαθρώνουν τα θεμέλια του δημοκρατικού καθεστώτος και ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου στον εξτρεμισμό.

εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 25.12.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου