Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Τα δεύτερα, δικά μου! 17.04.2016

Στιγμές κατάνυξης
 
Κλείνει η παρένθεση.
Ανοίγει τις μικρές φτερούγες του

πάνω απ` το πέλαγος.

Με μια κρυφή πληγή

στην λευκή κοιλιά του. [ . Αργυράκης ]



υγ. διαβάζουμε πάντα την Μαργαρίτα

Α.ΣΤΕΓΟΣ [17.04.2016]
 
 
Σήμερα, ένα διήγημά μου με τίτλο ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
 


Μεταμόρφωση

Σταδιακά και γλυκά -αυτό είναι περά για πέρα αληθινό- γινόταν ένας άλλος άνθρωπος. Το είχε βέβαια ακούσει από τα πιο κοντινά του χείλη, αλλά ήταν διαφορετικά, επώδυνα, να το βλέπει κάθε στιγμή μπροστά του, κάθε στιγμή στο καθρέπτη του μπάνιου.

Το δωμάτιο του μπάνιου ήταν μικρό. Κέρδισαν χώρο στα υπνοδωμάτια, ο πατέρας “έβγαλε” και μια βιβλιοθήκη μπροστά, κέρδισε ένα στοίχημα, έβαλε δυό-τρία βιβλία, μια παρακαταθήκη, έναν ακόμα καθρέπτη, μια υπενθύμιση. Έβλεπε και εκεί μικρές, συχνές, πυκνές αλλαγές. Δεν ήθελε να σκεφτεί το εύκολο -ποιος να το έλεγε ότι είχε λίγη φαντασία.

Μια μεταμόρφωση οριακή, οριστική -τέτοια ήταν- ευτυχώς για όλους, και η απόφασή του να μην ρίξει τον τοίχο του σαλονιού, να μην χαλάσει, να μην το  ενώσει με την βεράντα. Ίσως βέβαια και να μην πρόλαβε. Ήταν άρρωστος, νοσοκομεία, κλινικές, που καιρός για μάστορες και εργάτες.Το σίγουρο είναι -ότι ενώ- εκείνος έχει ήδη πεθάνει, ανθεί μια πλούσια χλωρίδα σε ένα ξερό προάστειο της πόλης. Μόνο το πλακάκι έχει μείνει να θυμίζει το μαύρο σχέδιο.

Πολλές φορές είχε σκεφτεί να το κάνει, να το εφαρμόσει ο ίδιος. Με μικρές αλλαγές βέβαια. Να κρατήσει τη χλωρίδα -σε πιο περιορισμένο χώρο- να μεγαλώσει όμως το γραφείο του, ρίχνοντας ένα παράθυρο. Τώρα, το παράθυρο είχε ανοίξει στο πρόσωπό του, φέρνοντας στο φως ένα μαύρο σχέδιο. Το σκοτάδι.

Νύχτα
Νύχτα
πικρά
κυλά μέσα μου//
τράβηξε με μια κίνηση στο σημειωματάριό του.Ήταν μια φράση, μια στιγμή, μια ζωή, μια σιωπή, μια οδύνη.Μια μοναξιά, που δεν μπορούσε να σκεφτεί, πριν από δυό, τρεις, έξι μήνες, μια μοναξιά που άντεχε στο χρόνο και άντεχε μαζί του. Ήταν καθαρό: κέρδισε και εκείνος και η μοναξιά. Μια σχέση αμοιβαία.

Καθόταν στο παράθυρο και έπαιρνε ήλιο. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά. “Δικαιούμαι να έχω μια τέτοια απόλαυση”, σκέφτηκε. Ίσως να ήταν πολύ κουρασμένος, ο ύπνος του ήταν χάλια, τα μαλλιά του κοντά κουρεμένα και η ζέστη της μέρας έμπαινε για τα καλά μέσα του. Είχε ανάγκη από μια αγκαλιά.

Στο πικάπ του σαλονιού ακουγόταν αντάρτικα. Ο κ.Δημήτρης και ο πατέρας καθόταν στις πολυθρόνες της βεράντας και έπιναν τον απογευματινό τους καφέ. Ήταν ήδη καλοκαίρι και η όψη τους ήταν ζωηρή. Βοηθούσε τους συλλογισμούς -παρέμεναν σιωπηλοί για ώρα- και η μουσική. Τους οδηγούσε σε ένα ένδοξο παρελθόν, έδιωχνε τα κακοφορμισμένα παρόντα, δεν κουβέντιαζαν για τίποτα. Άκουγαν “νύχια χαμψά” και τους έφτανε. Μέχρι να έρθει το πρώτο ούζο και άλλαζαν διάθεση και μουσική. Έμπαιναν στην παρέα τους οι γυναίκες, έδιναν τροφή, κουβέντα, η βραδιά ήταν μπροστά και η βεράντα στη θέση της. “Που θα καθόμαστε τώρα, αν είχες πραγματοποιήσει το μαύρο σχέδιο;”, ρώτησε με... απορία η μητέρα. Δεν περίμενε, δεν πήρε απάντηση αλλά ένα τραχαντό γέλιο συνεπήρε και τους τέσσερις φίλους. Ήταν το έναυσμα για το δεύτερο ούζο.

Στον μικρό καθρέπτη της βιβλιοθήκης έβλεπε την ιστορία να γυρίζει, να έρχεται, να βαθαίνει, να πηγαίνει, να χάνεται. Ο πατέρας δεκαεπτά χρονών παιδί κσι στην άλλη φωτογραφία παχύς με πυκνό μουστάκι και είκοσι χρόνια ακόμα στην πλάτη του. “Πάντα είναι πιο μικρός απ` εμένα”, σκέφτηκε. Άφησε το μολύβι, τους συλλογισμούς, τους υπολογισμούς. Πήρε το πρώτο βιβλίο που άγγιξε. Η μεταμόρφωση θα του έκανε συντροφιά απόψε. Όλα τα άλλα έχουν πια από χρόνια πεθάνει.


Ηράκλειο,
Μάρτιος 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου