Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Τα δεύτερα, δικά μου! 13.12.2015


Οι ήσυχες μέρες είναι ένας μεγάλος μύθος. Ένας έρωτας  θα έρθει στη ζωή σου. Μια κληρονομιά. Ένας θάνατος. Μια ελπίδα. Μια μετακόμιση, μιαν αναστάτωση, μια τρικυμία. 

Στον έρωτα και στον θάνατο αδύναμος

Στην κληρονομιά ανέτοιμος

Στην ελπίδα ανοικτός, στην μετακόμιση μόνος

Στην αναστάτωση ακμαίος

Στην τρικυμία στην στεριά. 


ΥΓ. Διαβάζουμε πάντα την Μαργαρίτα

Α.ΣΤΕΓΟΣ 06.12.2015

υγ. Σήμερα, μια ιστορία του Πέτρου και τη Κλειώς 

 


Ο ήλιος του μεσημεριού φώτιζε όλο το σαλόνι. Είχανε μετακομίσει στο σπίτι της για το καλοκαίρι… Προνομιούχοι φοιτητές κι ερωτευμένοι. Στριφογύριζαν στο μυαλό του κάποιες αλλαγές. Να τακτοποιήσει τη βιβλιοθήκη, να χωράει και τα δικά του βιβλία, να στρώσει τα λινά ριχτάρια στους καναπέδες, να βάλει αφίσες και δυό νέα κάδρα στους τοίχους… Το κολλάζ του υπνοδωματίου προχωρούσε επίσης με γοργούς ρυθμούς.

Μια βερμούδα ήταν αρκετή για το ντύσιμο του. Η θερμοκρασία ήταν υψηλή και οι δουλειές του σπιτιού απαιτούν μια χαλαρότητα. Χωρίς να πάρει το «πρωινό» του ντους – ήθελε τη μυρωδιά της πάνω του- και όσο ο καφές ετοιμαζόταν – άρχισε. Εκείνη κοιμόταν ακόμα.

«Θα ακουμπάμε το βλέμμα μας εδώ», σκέφτηκε μόλις –με αθόρυβες κινήσεις- κρέμασε τα κάδρα στο σαλόνι: μια φωτογραφία από την κηδεία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ  και μια του  Λούτσιο  Μάγκρι να παίζει σκάκι…

Η κεντρική πόρτα του σπιτιού οδηγούσε σε ένα μικρό patio. Εκεί άφησε τον καφέ και το τσιμπούκι του και μετέφερε τις πρώτες κούτες. Η βιβλιοθήκη θα ήταν η πρώτη μεγάλη αλλαγή…

Οι ρυθμοί του τέλειοι· αργοί, αθόρυβοι. Απολάμβανε το κάθε βιβλίο ξεχωριστά –κοίταζε ξανά την ημερομηνία απόκτησής του, το βιβλιοπωλείο, χάζευε και ταξίδευε με τις αφιερώσεις εκείνων που ήρθαν  ως δώρα αγαπημένων ανθρώπων.

Απολάμβανε αυτό το ξεχωριστό πρωινό. Η Κλειώ να κοιμάται – ίσως να συνέβαινε για δεύτερη φορά στην κοινή τους ζωή-  με μια γλυκιά κούραση στο πρόσωπο. Ήταν εκείνος που δεν την άφησε να κοιμηθεί όλο το βράδυ… Την ήθελε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. «Ο έρωτας κινεί τα νήματα», μουρμούρισε κάποια στιγμή και αμέσως έστρεψε το βλέμμα του να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνος του. Η οργάνωση επέμενε ακόμα ότι «η βία ήταν η μαμή της ιστορίας»…

Δεν ήταν μόνος. Η επιβλητική κυρία που στεκόταν στην εξώπορτα συνάντησε τη ματιά του!  Η κα Καρατζόγλου,  η μητέρα της!

Αμίλητη και εξερευνητική. Στην εποχή μας θα το γράφαμε: Τον «σκάναρε»!

«Καλή σου μέρα, Πέτρο! Μιλάς φαντάζομαι ακόμη τα ελληνικά…».

Η αναπάντεχη επίσκεψη της μητέρας της, δεν θα του δημιουργούσε μπελάδες με την οργάνωση –τι να γνωρίζει εκείνη για τις διαμάχες στους κόλπους της αριστεράς- αλλά θα του έκανε μπάχαλο όλο του το καλοκαίρι. Σκεφτόταν πάντα αισιόδοξα… και βρήκα τα λόγια: 

«Καλή σας μέρα, κα Καρατζόγλου! Δεν σας περιμέναμε!  Θα πάρετε μαζί μου έναν καφέ μέχρι να ξυπνήσει η Κλειώ… Ξέρετε, περάσαμε ένα παθιασμένο βράδυ και κοιμάται ακόμη. Καθίστε!».

«Ούτε τα ελληνικά ξέχασες, ούτε και τη συνήθειά σου να προκαλείς». Ευχαριστώ για τον καφέ, αλλά προτιμώ να τον πιω με την κόρη μου! Ειδοποίησε την σε παρακαλώ!» Α, κι αν δεν σου κάνει κόπο, ντύσου!».

Την ήξερε! Ήταν σκληρό καρύδι και ετοιμόλογη. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει την πρώτη τους συνάντηση, ένα απόγευμα του `86, εκείνος με την Κλειώ στο υπνοδωμάτιο των δικών της και εκείνη έξαλλη να τον φωνάζει… «Σάτυρο!»

«Δουλτσινέα μου!» έτσι την φώναζε στις δικές τους στιγμές, «ντύσου γρήγορα! Ήρθε η μητέρα σου, από την Ελλάδα!»

Η Κλειώ ήταν αδύνατο να καταλάβει τι γινόταν. Άκουσε τη φωνή του και άλλαξε πλευρό. Τώρα, το στήθος της κοινή θέα στον κόσμο όλο ταξίδευε με τις ακτίνες του ήλιου που το έλουζαν.

«Κλειώ σήκω!  Η μητέρα σου εισβάλλει στο σπίτι! Σήκω μωρό μου!»

Βεβαιώθηκε ότι ξύπνησε. Τη φίλησε και εκείνη χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί, τον τράβηξε στο κρεβάτι. «Σε θέλω σαν τρελός… μα ξυπνά επιτέλους… Η μητέρα σου είναι εδώ, στην αυλή, τώρα μπαίνει στο σπίτι!»

Το χαμόγελό της έσβησε! «Αυτό δεν θα περάσει»! τσίριξε! Σηκώθηκε και έριξε πάνω της το πουκάμισο του Πέτρου. Έβαλε ένα ακόμα όπλο στην μάχη που άρχιζε…

Δεν είχε μπει στο σπίτι! Τη βρήκε στην αυλή! Η κα Καρατζόγλου ακίνητη, κομψή, ανάμεσα σε δυό δερμάτινες βαλίτσες…

«Τι παιγνίδι είναι αυτό, μητέρα! »

«Θα περίμενα ένα τουλάχιστον τυπικό ‘καλώς όρισες’ !  Ας είναι!  Τι κάνεις, μωρό μου;»

«Το ‘μωρό σου’  μεγάλωσε και έχει τη δική του ζωή! Θα το καταλάβεις επιτέλους!»

«Πάντα θα είσαι το μωρό μου! Αδυναμία και αγάπη...». Κρατήθηκε στη θέση της. Ήταν εκνευρισμένη, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Άλλωστε ήξερε πολύ καλά το ρίσκο που έπαιρναν, μαζί με τον άντρα της, όταν επέλεξαν να ταξιδέψει χωρίς μιαν ειδοποίηση…

«Πολλές φορές μητέρα, αυτές οι… αδυναμία και αγάπη – πως το είπες- γίνονται μια… καταπίεση…», δεν άντεξε και η Κλειώ. Δεν το πίστευε αυτό που συνέβαινε. Θα το έβαζε σε λογικά όρια, αλλά δεν θα το άφηνε και έτσι. Θα έβρισκε τον τρόπο – η ευκαιρία υπάρχει, είναι μπροστά της, έχει όνομα, είναι εισβολή- και θα τα έλεγε με την κα Καρατζόγλου.

«Πάντα υπερβολική, Κλειώ μου»!

«Πάντα να γίνεται το δικό σου, γλυκιά μου μητέρα»! «Πάμε μέσα! Θέλω αμέσως καφέ!»

«Έφερα Ελληνικό! Αν δεν μείνουν και οι βαλίτσες εδώ, θα τον ανοίγαμε!»

«Τούρκικος είναι! Εξακολουθεί να μην μου αρέσει! Θα σε βοηθήσω με τα πράγματά σου… Ο Πέτρος βρήκε εχθές ένα μοναδικό χαρμάνι espresso… Έλα!»

«Ο Πέτρος… Ο Πέτρος! Θα τον δοκιμάσω. Άντε να σου κάνω ένα χατίρι. Εγώ, δεν είμαι…ψηλομύτα!»

Κρυφογέλασε η Κλειώ. Την ήξερε. Θα έβγαζε τώρα την γλυκανάλατη πλευρά της. Και έτσι αλλά και αλλιώς. Ας το εκμεταλλευτεί για να ξυπνήσει.

«Βολέψου στο καθιστικό. Ο καφές είναι σχεδόν έτοιμος!»

Η ατμόσφαιρα του σπιτιού της έφτιαξε τη διάθεση. Χάρηκε την τάξη που αντίκρισε. Όλα ήταν στη θέση τους, καθαρά και τακτοποιημένα. Δύο όμορφοι άντρες, σε καλαίσθητες κορνίζες κοσμούσαν τους λευκούς τοίχους του δωματίου.

Η υποδοχή την είχε εκνευρίσει. Μα τώρα σιγά σιγά και χωρίς τον Πέτρο να τριγυρνά «γυμνός» στα πόδια της, έβρισκε τον ψύχραιμο εαυτό της.

«Είναι κούκλοι οι Ιταλοί! Από το αεροδρόμιο, στο δρόμο, στο ταξί δεν σταμάτησα να τους χαζεύω».

«Για πες… Για πες».

«Α, βρε Κλειώ μου. Ωραίοι άντρες και ευγενικοί! Α, και να `μουν λίγα χρόνια νεότερη!»

«Τι λες βρε μαμά! Τώρα θα κοιτάξεις άλλον άντρα. Εσύ, που τελειώνει ο κόσμος σου στα …όρια του μπαμπά.»

«Εσύ μιλάς! Εσύ! Που τόσα χρόνια κρέμεσαι στα χείλη του Πέτρου. Αμφιβάλλω αν έχεις ακουμπήσει άλλον άντρα.»

Την παραδέχθηκε. Οργανωμένη επίθεση, με σχέδιο και στόχο. Αντεπίθεση.

«Είμαι ερωτευμένη μαζί του. Αν σου θυμίζουν κάτι ο πόθος, το πάθος, η έξαψη… Τα ζω με εκείνον. Είμαστε ζευγάρι…»

«Τι να σου πω! Όλη η Καβάλα μιλάει για σας. Η μάνα του γλώσσα δεν βάνει μέσα… Η Κλειώ μου και η Κλειώ μου… Ρεζίλι με κάνει τις φορές που συναντιόμαστε.»

«Και τι δουλειά έχεις εσύ στις λαϊκές συνοικίες; Το ξέρει ο μπαμπάς!»

«Μη με φουρκίζεις! Είναι φαρμάκι κι ο καφές…»

«Βάλε λίγο γάλα, μια ζάχαρη ακόμα… Εμείς έτσι δυνατό τον προτιμάμε…»

«Εμείς! Εμείς! Μα η κόρη μου με έναν καπνεργάτη…Δεν έχεις τσίπα απάνω σου!»

«Είναι ευγενικός! Λιτός! Τα πρώτα βράδια που κοιμηθήκαμε μαζί την τράβηξε, την πήρε και την πέταξε. Μου δίδαξε τον έρωτα, το πάθος του κορμιού μου απέβαλλε τα λάθη του μυαλού… Όσα με κόπο προσπάθησες να μου φυτέψεις…»

«Σταμάτα! Σταμάτα! Ο Θεός ο ίδιος…»

«Μα δεν υπάρχει θεός, μαμά! Δύο νέοι άνθρωποι είμαστε, χρόνια μαζί. Και αύριο μπορεί να γίνουμε τρεις… Να γίνεις γιαγιά!»

Σηκώθηκε! «Να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου! Πολύ ζεστό το σπίτι σου!»

«Γκολ!» είπε από μέσα της η Κλειώ, μα το χαμόγελό της την πρόδωσε!

«Επιστρέφω! Είχα και δύσκολο ταξίδι. Ο πιλότος ήταν Έλληνας!»

Έμεινε μόνη! Κοίταξε το δωμάτιο. Τι όμορφα το είχε φτιάξει. Πόσο τακτοποιημένο. Έβαλε έναν ακόμα καφέ και άναψε τσιγάρο. Ένοιωσε τον καπνό μέχρι τα γόνατα. Τον ήθελε πάλι. Της έλλειπε ήδη. Κράτησε τα μάτια της ανοικτά` αξίζει αυτό το όνειρο να το δει ξύπνια. Η βραδιά που μόλις πέρασε, η βίαιη εισβολή της μητέρας της ήταν ήδη ένα επεισόδιο, η απλότητα των τρόπων, η βαθιά έλξη, η αλμύρα του ιδρώτα τους, οι καυτές τους ανάσες… Ζούσε μαζί του από την αρχή…

«Νοιώθω ήδη καλύτερα!» άκουσε την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει, την μητέρα της να μονολογεί, η ίδια απρόσμενα βγήκε από τον λήθαργό της. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε!

«Έλα, θα καθίσουμε στην αυλή! Ο ήλιος έχει γείρει. Ίσως να φυσάει και λίγο!»

Η Κλειώ είχε δίκιο. Κάτω από την παχιά σκιά μιας γέρικης γλυτσίνας είχαν στήσει το εξωτερικό τους καθιστικό. Ένα μικρό σαλονάκι μπαμπού και ένα στρογγυλό τραπέζι με γυάλινο πιάτο.

«Α, είναι πολύ δροσερά! Θα ήθελα έναν ακόμα καφέ!»

Με γάλα και δυό κομμάτια ζάχαρη τον σέρβιρε η Κλειώ. Πρέπει να την προσέχει… Ειδικά τώρα που φαίνεται να ανέκτησε τις δυνάμεις της.

«Πως πάνε τα μαθήματα; Φοβάμαι μήπως σε παρασύρουν οι κακές σου παρέες…»

«Μα δεν είμαι παιδάκι, μαμά! Η σχολή προχωράει καλά, είμαι ευχαριστημένη. Το ίδιο είναι και ο καθηγητής του. Μου πρότεινε μάλιστα να τον συνοδέψω σε ένα ταξίδι του στην Γαλλία… Με προορίζει για βοηθό του…»

«Δόξα το Θεό! Να και ένα καλό νέο… Και μ` αυτόν τι θα κάνεις;»

«Μα δεν θα μείνω μόνιμα εκεί. Και σταματά να μιλάς έτσι για τον Πέτρο. Μπορείς να το χωνέψεις ότι είμαστε ζευγάρι»

«Όχι! Ποτέ δεν θα ξεχάσω την προσβολή που μου `κάνε! Γυμνός μέσα στο σπίτι μας…»

«Μα εγώ τον είχα καλέσει τότε!»

«Αυτός, έπρεπε να είχε αρνηθεί. Η μυρωδιά του ακόμα κυκλοφορεί στο σπίτι… Και οι κακές γλώσσες, φαρμακόγλωσσες: «ο γιος του καπνεργάτη με την Κλειώ. Την κόρη του δικαστή!» Στοιχειώνουν τις νύχτες μου, αυτές οι κουβέντες…»

«Πόσο πίσω είσαι μαμά! Αδυνατώ να σε παρακολουθήσω…Και λυπάμαι. Αν δεν αλλάξεις…»

«Εσύ φρόντισε να αλλάξεις. Δεν το επιτρέπει η θέση μας, η καταγωγή, η τάξη μας… Α, Θεέ μου, που έμπλεξες… Θέλω να ξέρεις. Εμείς δεν θα εγκρίνουμε ποτέ αυτή…την τρέλα».

«Εμείς»… Έβαλες και τον μπαμπά στο κόλπο; Δεν σε πιστεύω! Ο αυστηρός και δίκαιος, ο άμεμπτος δικαστής…στα χνάρια μιας γυναικούλας». Φώναζε τώρα η Κλειώ. Εξοργισμένη σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι της. 

«Όχι, ο μπαμπάς θα καταλάβει… Ο μπαμπάς δεν κρέμεται από τα φουστάνια σου…Όχι!»

«Ο μπαμπάς κι η γυναικούλα! Βέβαια! Βέβαια! Άκου, Κλειώ… Αυτή σου η επιλογή, αυτή σου η επιμονή, αυτή σου η σχέση… μας έχει βάλει σε κακούς μπελάδες…»

«Έλα τώρα! Όλο γρίφους και υπονοούμενα…»

«Άκου, λοιπόν! Και μη ξεχνάς ότι ο μπαμπάς σου έχει πολύ ψηλά την οικογένεια του και το καθήκον. Το δικαστικό σώμα το υπηρέτησε πάντοτε με συνέπεια και συνέχεια. Σε όλη αυτήν την διαδρομή. Χωρίς διακοπές. Ακόμα και τότε, που ο πατέρας του…δικού είχε πάρει τα βουνά… Να ανατρέψει την Επανάσταση…»

Χλόμιασε. Πήρε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε με μεγάλες γουλιές. Το γέμισε ξανά. Μα συγκρατήθηκε… «Θα έχει πολλή ξηρασία » τούτο το καλοκαίρι με την μάνα της…
      
συνεχίζεται


υγ."Ήταν όμορφη και επιθυμητή...", έγραψε στο σημειωματάριο του. Προσπαθούσε να μην βιάζεται και έκανε ασκήσεις συνεχώς... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου