Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Σελιδοδείκτης [12.01.2015]



Σελιδοδείκτης 30ος

Τζαίημς Τζόυς Γράμματα στη Νόρα Μετάφραση Κατερίνα Σχινά εκδ. Πατάκη Αθήνα 2013


γράφει ο Γιώργος Βέης

Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες  οδηγούν την παρουσίαση.



 Γράμματα στη Νόρα

«Η ευδαιμονία δεν είναι επιβράβευση της αρετής, αλλά η ίδια η αρετή». 
 Βενέδικτος ντε Σπινόζα, Ηθική, μέρος Ε΄, Πρόταση 42 

Η επικράτεια του ερωτικού λόγου δεν είναι μόνον αχανής, αλλά και δύσβατη. Πίσω από τη λέξη υπάρχει ενίοτε ο γκρεμός του Ετέρου - Εταίρου. Ας σκύψουμε μήπως και διακρίνουμε κάτι: «Σε παρακαλώ, μην ξαναφορέσεις αυτόν το θώρακα στο στήθος, δεν μου αρέσει να αγκαλιάζω ένα γραμματοκιβώτιο [...] Γιατί στο καλό σου γράφω αυτό το ανόητο γράμμα; Απλώς γιατί θέλω να είμαι κοντά σου».

Ο Τζαίημς Τζόυς (1882 -1941), αυτός o λεξιμανής, λεξόπληκτος, λεξιπρεπής Ιρλανδός, βρήκε στη Νόρα Μπάρνακλ –τυπική υπάλληλο ξενοδοχείου– την ιδεώδη ερωμένη, την εμπειρότατη ομόκλινη - Άλλη, την υπομονετική μητέρα και βεβαίως την αρχετυπική σύζυγο. Οι ασίγαστες εξομολογήσεις του αρχικώς σοπράνο και μετέπειτα σκαπανέα του λόγου αγγίζουν συχνά πυκνά τα όρια μιας θρησκευτικής υπερβολής. Ο εμμανής επιστολογράφος επαναλαμβάνει την ιστορία του κάθε ανθρώπου, ο οποίος τελικά γονατίζει από την εισβολή και κατοχή του Πάθους για ετερότητα εδώ και τώρα. Η διαφορά έγκειται στο ότι αυτό το (σχεδόν τυφλό) Πάθος μετουσιώνεται πλήρως σε καθόλα έγκυρο (εποπτικό πάντως) Γράμμα. Πρόκειται για μια εγγράψιμη ορμέμφυτη κλίση συνταύτισης. Μάταιης ή μη. Αυτό δεν λογαριάζει τόσο όσο ότι η κάθε φράση του γράμματος οφείλει, εκ των προτέρων, να κομίσει ουσίες αλήθειας. Η γλώσσα αναδεικνύει μάλιστα σε υψηλότατο βαθμό το ερωτικό ζεύγμα. Ιδίως, όταν το ένα σκέλος του, εν προκειμένω ο ακαταπόνητος Τζαίημς Τζόυς, δεν παύει να μνημειώνει στις επιστολές του αυτό ακριβώς: λίμπιντο.

Από την εξιδανίκευση...
Παραθέτω από την παρούσα αποτελεσματική μετάφραση, η οποία είναι ήδη εκλεκτό απόκτημα της γλώσσας μας, τα εξής ενδεικτικά: «Η αγάπη μου για σένα μου επιτρέπει να αναπέμπω τις προσευχές μου στο πνεύμα της αιώνιας ομορφιάς και της τρυφεράδας που καθρεφτίζεται στα μάτια σου». Το ερωτικό πρόσωπο ανάγεται διαδοχικά σε ύψιστη αξία. Η καμαριέρα αναβαθμίζεται στο έπακρον: συνιστά την απόλυτη σωτηριολογική οδό. Ή τη βασιλική οδό, για να το διατυπώσω διαφορετικά, της λύτρωσης μέσα στη μήτρα του Αγαθού. Δηλαδή: «Έδωσα σε άλλους την περηφάνια και την ευθυμία μου. Σε σένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα, την αδυναμία και τη θλίψη, σώσε με από την κακία του κόσμου και από την ίδια μου την καρδιά...». Ήδη γνωρίζουμε βέβαια ότι κατά τον Ζακ Λακάν «στους δύο, όποιοι και αν είναι, υπάρχει πάντοτε ο Ένας και ο Άλλος, ο Ένας και το αντικείμενο α, και ο Άλλος δεν γίνεται, σε καμιά περίπτωση, να εκληφθεί ως ένα Ένα». (Ιδέτε το 20ο Σεμινάριο, encore/ακόμη, [1972-1973], πρόλογος - μετάφραση - σημειώσεις: Βασίλης Σκολίδης, εκδόσεις Ψυχογιός, 2011) Γι΄ αυτό και η μια επιστολή ανταγωνίζεται την άλλη σε τόλμη και υστερορομαντική έξαρση. Τα παραδείγματα ποικίλλουν σε σημασιολογική ένταση. Οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις φέρουν την υπογραφή ενός χαρισματικού παρατηρητή των κορυφαίων πράξεων, αλλά και των μοιραίων παραλείψεων των ανθρώπων. Ξεχωρίζω μεταξύ των πολλών το αμίμητο: «Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια». Η γνώση του Έρωτα είναι εν τέλει και γνώση Γραφής. Η μία προϋποθέτει την άλλη. Είναι μια συμμετρία που μπορεί, ως εκ των πραγμάτων, να οδηγήσει σε παράκρουση, παραλήρημα ή και φονική Σιωπή. Το δράμα είναι σαφώς διπλό: η αγωνία, η οποία συνέχει τις άοκνες προσπάθειες του νέου συγγραφέα να εκδώσει τους Δουβλινέζους, το ιδιαίτερα σημαδιακό του αυτό έργο, είναι κι αυτή διάχυτη σε πλείστες επιστολές. Το διπλό βάσανο υπαγορεύει τις εκρηκτικότερες των παραγράφων.

Οι συνεπαγωγές δεν παύουν να υποδηλώνουν βεβαιότητες ορίων. Παράδειγμα: «Ξέρω και νιώθω ότι αν είναι να γράψω κάτι άρτιο και καλό στο μέλλον, θα το κατορθώσω μονάχα αν αφουγκραστώ τι συμβαίνει πίσω από τις πύλες της καρδιάς σου». Οι ικεσίες ανακαλούν ευθέως τελετές Σαμάνων, Μυστικών και Γνωστικών. Ήδη ο συγγραφέας ποιεί για λογαριασμό του Αδάμ (και προφανώς των απογόνων του): «Ω, να μπορούσα να φωλιάσω στην κοιλιά σου σαν παιδί γεννημένο από τη σάρκα και το αίμα σου, να τραφώ από το αίμα σου, να κοιμηθώ στο ζεστό, μυστικό σκοτάδι του κορμιού σου! [...] Σε βλέπω σε εκατοντάδες στάσεις, αλλόκοτες, αισχρές, παρθενικές, ληθαργικές. Δώσ' μου τον εαυτό σου, πολυαγαπημένη, δώσ’ μου τον ολόκληρο όταν συναντηθούμε. Όλα όσα είναι ιερά, κρυμμένα από τους άλλους, πρέπει να μου τα δώσεις ανεπιφύλακτα. Θέλω να είμαι ο κύριος της ψυχής και του κορμιού σου». Κοντολογίς, γλιστράμε εδώ στις εσωτερικές πτυχώσεις μιας δημιουργικής, εμφανώς συγκινησιακής μέθης-μέθεξης. Το πρόσωπο αποσυντονίζεται. Είναι επόμενο. Τότε θα ψάξει να βρει το αληθινό όνοματεπώνυμό του. Και το αντίστοιχο του ινδάλματός του. Παραθέτω τα εξής χαρακτηριστικά: «Πώς να υπογράψω; Δεν θα υπογράψω καν, γιατί δεν ξέρω πώς να ορίσω τον εαυτό μου [...] Τι άλλο μ' εμποδίζει πέρα απ' το ότι καμιά λέξη δεν είναι αρκετά τρυφερή ώστε να είναι το όνομά σου; [...] Δεν μπορώ πια να σε αποκαλέσω με κάποιο τρυφερό όνομα, γιατί απόψε έμαθα ότι το μόνο πλάσμα που πίστεψα δεν ήταν αφοσιωμένο σ' εμένα».

...στην ζηλόφθονη εμμονή
Κάποια στιγμή, οι συχνές αυτές ανακατατάξεις του θυμικού θα οδηγήσουν το εγώ στο δάσος της ζηλοφθονίας και της φραστικής επιθετικότητας. Οι αιχμές είναι παροιμιώδεις: αποδομούν αισθήματα, λερώνοντας το φόρεμα της πρώτης αγνότητας. Η παρόρμηση είναι άνευ ορίων. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Είναι γιος μου ο Τζώρτζι; Η πρώτη φορά που κοιμήθηκα μαζί σου στη Ζυρίχη ήταν στις 11 Οκτωβρίου κι εκείνος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου. Μας κάνει εννιά μήνες και 16 μέρες. Θυμάμαι ότι το αίμα ήταν ελάχιστο εκείνο το βράδυ. Σε έχει γαμήσει κανένας άλλος πριν έρθεις μαζί μου; Μου έχεις πει ότι ένας κύριος ονόματι Χόλοχαν (καλός καθολικός, εννοείται, τυπικός στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων το Πάσχα) ήθελε να σε γαμήσει όταν ήσουν σ' εκείνο το ξενοδοχείο, χρησιμοποιώντας αυτό που αποκαλούν "αγγλική καπότα". Το έκανε; Ή μήπως τον άφησες μονάχα να σε χαϊδέψει και να σε πασπατέψει με το δάχτυλο; Τι θα απογίνει τώρα η αγάπη μου; [...] Ίσως να γελάνε όταν με βλέπουν να μοστράρω τον γιο "μου" στους δρόμους».

Ασφαλώς δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο πατέρας τoυ Οδυσσέα θα ήθελε να διαβάζαμε σήμερα τις απόκρυφες αυτές επιστολές του. Αυτό όμως που πιστεύουμε ακράδαντα είναι το ότι συμβάλλουν αποφασιστικά και μάλιστα ex cathedra να συλλάβουμε τον πυρήνα της εμβληματικής αυτής πεζογραφίας.

Πηγή: bookpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου