Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Τα δεύτερα, δικά μου! [02.08.2014]

Στο  "Τake Five"  γράφει πια η..."μαργαρίτα"! Είναι το ίδιο ευθύβολα σχόλια,  πιο ροκ,  ταιριαστός τίτλος, στο ύφος του καλού φίλου Λεωνίδα Καστανά. 
 
Εμείς, κρατάμε τον ίδιο τίτλο, μια κίνηση εγκάρδια, όταν από τύχη ή από επιλογή, συναντήσεις κάποιον και το κέρασμα οδηγεί σε μια συνύπαρξη γοητευτική. 

Το "τετράδιο εξόδου" επιστρέφει στην γενέθλια πόλη και γράφει πια σε ρυθμούς τζαζ από το "Καφέ-Βιβλίο", ένα χώρο έκπληξη...  [τραπεζάκια έξω, πραγματικά, να μας θυμίζουν πάντα έναν δίσκο χαραγμένο στο πικ-απ και στην σκέψη μας...]



 
Κάθε Σάββατο,  "Τα δεύτερα, δικά μου!".  Όσα συζητούν φίλοι σε μια παρέα...




Α.ΣΤΕΓΟΣ [ 02.08.2014 ]

"ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ.  
Το μπαρ είναι για μένα ένας χώρος στοχασμού και περισυλλογής, 
χωρίς την οποία η ζωή θα ’ταν αδιανόητη. 
Παλιά συνήθεια που δυνάμωνε καθώς περνούσαν τα χρόνια".

Υπόγειες απολαύσεις. Μπουνιουέλ αυτοβιογραφούμενος



1. Κουβεντιάζανε, χωρίς θέμα. Πίνανε χωρίς μέτρο. Είναι αλήθεια ότι τα βράδια που βγαίνει έξω από  τον μικρόκοσμο του και συναντά κάποιον, κάποια ή κάτι από το παρελθόν μου, είναι βράδια με άγχος. Είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια να σμίξει η καθημερινότητα το διαφορετικό, να αποκτήσει η μοναξιά  μια δοκιμασμένη παρέα.

"Γιατί δεν μένεις κλεισμένος;"  Το πρόσωπο του φίλου του πήρε την έκφραση της αποστροφής. Τον ήξερε χρόνια, τις εμμονές του, το πάθος του, ενίοτε μοιράστηκαν τα ίδια όνειρα, δυό τσιγάρα, μιαν ιδέα, μα δεν μπορούσε να πιστέψει την κατάπτωση του.


Το κλασικό ποτήρι με το ουίσκι του είχε ήδη αλλάξει, ο πάγος θορυβούσε με τα τοιχώματα του και αυτός ο ήχος τον κρατούσε ζωντανό. Ξόδεψε ώρα πολλή από την έξοδο του να κρατηθεί.  Φοβόταν όταν απομακρυνόταν. Παρακολουθούσε την κίνηση, είδε πρόσωπα γνωστά, ήρεμα, γλυκά, έναν πελάτη του, η κίνηση ήταν φυσιολογική ...


Είχε ζαλιστεί. Ήξερε καλά τον εαυτό του. Θα συνέχιζε. Το πρωινό θα τον έβρισκε μεθυσμένο με τις τύψεις του στο απόγειο και το στόμα του σάπιο. Θα διάβαζε δυο κεφάλαια της «χαμένης άνοιξης» για να καλύψει την ανομία της νύχτας.


Ο φίλος του έφυγε. Δεν άντεχε το παραλήρημά του. Το ίδιο θα ήθελε και ο μπάρμαν αλλά. Η ώρα των κερασμάτων έφτασε. Πάλι μόνος. Η θέση στο μπαρ σωσίβια λέμβος. Όπως και οι σκέψεις του. Στροβιλιζόταν και ήταν  σίγουρος ότι έφταιγε το αλκοόλ. Πάλι η επιφάνεια των πραγμάτων. Κουβέντα για την ταμπακέρα. 


2. Έχει αποκτήσει σταθερές, κανόνες, συνήθειες. Είσαι καλός αφηγητής. Μου αρέσει να ακούω. Διαβάζω πολύ, αντιπαθώ τις μετακινήσεις, λατρεύεις τα ταξίδια. Συναντιόμαστε Τετάρτη απόγευμα.

Μια φιλία που χάθηκε. "Εκείνο το βράδυ άλλαξε τη ζωή μου", σου αρέσει να λες. Σταματάς πάντα σε αυτό το σημείο. "Ήταν όλα σοφά σχεδιασμένα". [παύση]. "Μιαν άλλη φορά θα σου τα πω...". Αλλάζεις θέμα` "Τους είδες;  Όλα ηθικά, όλα νόμιμα!". Κρατάω σημειώσεις. Γνωρίζω τη σειρά.
Ο έρωτας. Ήταν όμορφη. Είναι όμορφη. Έχω δέκα χρόνια να την δω. Εκείνη. Η γυναίκα. Τα έβαλε με όλους. Με το σπίτι της, με τους φίλους της... Μα μια στιγμή χάθηκε! Μια πρόσκληση αποδέχθηκε και άφησε πίσω της την υπόλοιπη ζωή μου. [Εγώ. Μια παρένθεση. Δύο αγκύλες. Σώμα γυμνό. Λουλούδια μωβ. Επέτειος].
Μετάβαση. Μιλάει για τη ζωή του και ξετυλίγει μπροστά μου εικόνες μιας μακρινής ιστορίας. Μεγαλώνω, και κουβαλάω όλο κουβαλάω ακέραια την μνήμη ερώτων, συντρόφων, φιλών παλιών. Απόβαση. Στις ατέλειες του κόσμου. "Δεν είμαι μόνος", του λέω κάθε τόσο. "Το ξέρω! Άλλα αυτό το απόγευμα είναι δικό μου. Με τον τρόπο δύο φίλων...". "Σωτήρη, τα δεύτερα, δικά μου!

Μετάθεση σε χρόνο ξένο. "Πουλάκι ξένο...". Πινελιές σε σκληρό χαρτί. Μια κοινή μας συνήθεια. Στο χασαπόχαρτο του καφενείου. Παίρνει το μολύβι μου. Εκείνος μόνο το μυαλό του κουβαλάει... Γράφει: "Σκαλίζω σφυροδρέπανα στο σώμα μιας λευκής αριστεράς. 1991". Ζητάω το μολύβι επίμονα. Φοβάμαι τις εκρήξεις του.
 Η μουσική - βαριά λαϊκά - αδιάφορη. Οι παρέες λιγοστές. Οι θέσεις μας στο μπαρ σημαδεμένες. "Εκείνη η ψηλή πως να ξέπεσε εδώ... Αρχόντισσα! "  

Θα περπατήσουμε στο σήμερα. Τα στενά σοκάκια της πόλης θα κρύψουν ξανά το παρελθόν μας.


3. Τον χειμώνα του `98 καθόμουν στο "ΑΥΓΟ". Μόλις είχα επιστρέψει στην γενέθλια πόλη. Άφησα την Σαλονίκη και κατέβηκα. Χαμένος στο Ηράκλειο. Το ποτό δεν είναι καλός σύντροφος σε αυτές τις περιπτώσεις αλλά και τι να κάνεις μόνος σου σε ένα άδειο μπαρ… Θυμήθηκα, μαθητής ακόμα τον κόσμο που μάζευε και τις ωραίες παρέες που κάναμε… "Μα που χάθηκαν οι φίλοι, που χάθηκαν οι σύντροφοι", ψέλλισα μέσα από τα δόντια μου. Η νεαρή μπαργούμαν δεν μου έφταιγε σε τίποτα. Πήρα να σιγοτραγουδώ σε πειραγμένους στίχους ένα γνωστό σκοπό:

"Χωρίσαμε το `68 με δάκρυα
Στα μάτια
Το Κόμμα μας ήταν γραφτό
Να γίνει δυό κομμάτια…"

Μια καθαρή φωνή με επανάφερε στην πραγματικότητα. "Το ξέρεις ότι γεννήθηκα εκείνη τη μέρα". Τότε, τον είδα για πρώτη φορά. Μια φιλία που κρατάει  χρόνια τώρα. 



4. Τα κατάφερε! Στις δέκα έπινε με λαιμαργία το πρώτο ποτήρι κρασί.  Έφτασε πρώτος, βρήκε το τραπέζι τους ελεύθερο και χωρίς να παραγγείλει ο μπάρμαν του έφερε το αντίδοτο μιας μέρας. Ένα δροσερό και γλυκό  Vin Santo, ένα δροσερό και γλυκό "ιερό κρασί".

Η Κλειώ έφερε μαζί της τα νέα της καθημερινότητας. Ζυμώσεις στη σχολή για τα εκπαιδευτικά προβλήματα, μικρή ανατίμηση στα εισιτήρια των λεωφορείων, η Ordine Nero χτύπησε μια ειδικευομένη μαύρη οδοντίατρο. Ο καθηγητής της της ζήτησε να τον συνοδέψει σε ένα ταξίδι στην Γαλλία. Έφερε μαζί της ψωμί, σκληρό τυρί και ζαμπόν για το βραδινό τους. 

Την κέρασε γλυκό φιλί και έγνεψε στον μπάρμαν ότι τώρα δεν ήταν πια μόνος του. Μια κίτρινη τεκίλα –με πορτοκάλι και espresso, ως συνοδευτικά- και ένα ακόμα ποτήρι κρασί ήρθαν στο τραπέζι τους. Την φίλησε μπροστά στον μπάρμαν.

"Μα τι μαλάκας, αυτός ο Έλληνας. Κάθε φορά τα ίδια!" μουρμούρισε ο Ciacomo και γύρισε στο μπαρ και τις σκέψεις του. Μια παρέα μεθυσμένων ζήτησε λογαριασμό. Βρήκε την ευκαιρία. Πέρασε μπροστά της και άφησε γρήγορα μια  ματιά. Το στήθος της, εύφορο έδαφος της Τοσκάνης.  

Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Την κοίταζε στα μάτια. Έπιανε μιαν επαφή με τον κόσμο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο ανάγκη την είχε. Μα θα το  ένοιωθε σύντομα. Ήπιαν ένα ακόμα. Την πήρε αγκαλιά. "Ο θάνατος θα έρθει και θα `χει τα μάτια σου", της ψιθύρισε. Ο Παβέζε είχε ριζώσει στη ζωή του. Ο θάνατος δεν θα αργούσε, αλλά κανείς δεν φανταζόταν που θα ήταν τότε η Κλειώ... 


5.  Η ζωή λοιπόν, είναι μια μπάρα. Υπάρχουν στιγμές, μέρες, χρόνια που κάθεσαι απ` έξω και πίνεις, κουβεντιάζεις, φιλοσοφείς, φλερτάρεις. Υπάρχουν στιγμές, μέρες, χρόνια που είσαι από μέσα και δουλεύεις, πίνεις, κουβεντιάζεις, φιλοσοφείς, φλερτάρεις.


" Εμείς ήμαστε στο μπαρ το μπαρ το πηγαίνουμε όπου θέλαμε 
στα χωριά της νιότης μας σε πλατεία καλοκαιρινή 
σε ακροθαλασσιά σε δρόμο εξοχικό σε προαύλιο εξωκκλησιού 
στο κάστρο κάτω από τσίγκο παλαιού παντοπωλείου ενώ βρέχει".

Θωμάς Γκόρπας Μεταμεσονύχτιος Αγών 






ΥΓ. Ένα βράδυ με τον καθοδηγητή μου... 


σημείωση: Με εισαγωγή από το dim/art, πέντε στιγμιότυπα και επίλογο τον αγαπημένο μου Γκόρπα. Τα δεύτερα, δικά μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου