Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Άγγελος φανοστάτης



Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.[1]

Ο ποιητής στέκεται στο άδειο τοπίο. Θετεί τα όρια, ζωγραφίσει με λέξεις. 

Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.[2]

Ο αναγνώστης συγκρατεί έναν στίχο, αφήνει πίσω του το ποίημα, θέτει  -μόνος μέσα στο πλήθος- την προσωπική του ματιά. Άβολη θέση, δύσκολη, κουραστική. Πίσω από τις λέξεις ψάχνει  μια πηγή φωτεινή. Γράφει -να αναμετρηθεί με  τη σιωπή. Γράφει -να συναντηθεί με τον Άλλον. Γράφει -στα μύχια όνειρα του- να συναντηθεί  με την Άνοιξη.

Πιστεύει, αμφιβάλλει, διεκδικεί. Γνωρίζει πολύ καλά την μοναξιά. Γράφει -να αναμετρηθεί με την ευκολία. Γράφει -να συναντήσει τις πρώτες ιδέες. Γράφει -στα μύχια όνειρα του- να συναντηθεί με τη ζωή.

Δόγματα και κραυγές.
Μονόδρομοι και αδιέξοδα.

Αντιπαθεί τα άκρα. Τον απωθεί ο μέσος όρος. Έτσι, η ζωή του, μικρές ορμητικές ιστορίες, τον έκαμε μούσκεμα πολλές φορές. Γράφει -να φέρει στο φως θαμμένες παρέες.  Γράφει -να φέρει στο φως θαμμένες ανάγκες. Γνωρίζει πολύ καλά την μοναξιά.

Οι γαζίες θα ανθίζουν και φέτος.[3]  

Φοβάται και γράφει. 

Γράφει -να αναδείξει το φόβο σε δύναμη. Γράφει -να φτιάξει ένα ανάχωμα. Γράφει -να κρατήσει το παιδί, να πετάξει τα απόνερα.

Γράφει. Φέρνει στο φως την ιστορική του καταγωγή. 



σημειώσεις:
[1],[2]: στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη  και 
[3]: στίχος του Κλείτου Κύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου