Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Σελιδοδείκτης 01.12.2014


Ο σελιδοδείκτης -μια νέα στήλη- κάνει τα πρώτα της βήματα. Κάθε Δευτέρα θα συναντάει βιβλία και θα μεταφέρει μια πρόταση ανάγνωσης. Βιβλία που διαβάσαμε ή και εκείνα που μας περιμένουν υπομονετικά. Έτσι, για να αποφύγουμε τον υποκειμενισμό της δικής μας ανάγνωσης, καταξιωμένες πένες  οδηγούν την παρουσίαση.

Σελιδοδείκτης 24ος Μάτση Χατζηλαζάρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944-1985 εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1989
[ ο σημερινός σελιδοδείκτης είναι αφιερωμένος στην τακτική αναγνώστρια του "τετραδίου", Κατερίνα Κ.  ]
γράφει η Λαμπρίνα Μαραγκού 


Το πένθος ως μέσον αυτοπραγμάτωσης

Όταν ο « Ίκαρος » κυκλοφόρησε τα ποιήματα της Μάτση Χατζηλαζάρου, μόνο οι υποψιασμένοι αναγνώστες εκτίμησαν αυτή την προσφορά. Είναι αλήθεια, πως άγνωστη στο ευρύ κοινό, μέχρι τώρα, έμεινε μακριά από θεωρητικές αναλύσεις και εκτιμήσεις, αλώβητη από την κατάταξή της σε ποιητικά ρεύματα, ανέγγιχτη από αποκωδικοποιήσεις και προσωπικές σταθερές. Παρέμενε στη σκιά αλλά όχι στην αφάνεια, ποιήτρια ασφυκτικά γεμάτη από το πάθος, προσμένοντας μια μικρή χαραμάδα απ’ όπου θα μπορούσε να διεισδύσει ένα φτερούγισμα από το δικό της πέταγμα. Και πάντα ανακαλύπτεται αυτό που αξίζει να ανακαλυφθεί και ποιήματά της αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο από τους εραστές της ποίησης.

Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος «γυναικεία ποίηση» από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να διευκρινίζεται πλήρως. Πρόκειται για την ποίηση που δημιουργείται από γυναίκες ή που απευθύνεται μόνο σε γυναίκες; Δεν νομίζω να αξίζει απάντηση αυτό το ερώτημα καθώς από μόνο του καθίσταται άκυρο. Όπως δεν έχουν φύλο τα συναισθήματα έτσι και η ποίηση δεν μπορεί να έχει αποδέκτες μόνο τις θηλυκές ευαισθησίες. Και παρόλο που η ευαισθησία είναι γένους θηλυκού, όπως και η αγάπη, και η αφοσίωση, ο έρωτας σαρώνει ολόκληρο το έργο της Μ.Χ. με την ευκολία που στροβιλίζονται τα φθινοπωρινά φύλλα. Την χαρακτηρίζουν μερικοί σαν γυναικεία ποιήτρια, προσδίδοντας της έτσι ένα εξιτήριο από την οικουμενική ποίηση, μια περιθωριοποιημένη ταυτότητα που στόχο της έχει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των γυναικών. Άτοπος χαρακτηρισμός που ενέχει μια υποβάθμιση, και που σαφώς δεν αντιπροσωπεύει την Μ.Χ.

Κουβαλώντας ένα ενδιαφέρον παρελθόν με δυο αποτυχημένους γάμους, παντρεύεται τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ερωτεύεται τον Ανδρέα Καμπά, συζεί στο Παρίσι με τον ανιψιό  του Νταλί και με τον Καστοριάδη, διαμορφώνει την προσωπική της άποψη για τη ζωή μέσα από το φάσμα των χρωμάτων του έρωτα. Αφοσιωμένη στο όραμα της επιθυμίας, διαπερνάται εξ ολοκλήρου από την ηδονή όχι μόνο της σάρκας αλλά και από την ηδονή της ενθύμησης. Άλλωστε ο έρωτας μόνο μέσα από την ανάμνηση ζει, έχοντας σαν απαραίτητο καθοδηγητή την φαντασία. H έμπνευση που προέρχεται από την αγάπη δεν σηματοδοτεί μόνο την γυναικεία λογοτεχνία, αν δεχτούμε αυτόν τον χαρακτηρισμό, και αποτελεί την παγκόσμια σταθερά για την καλλιτεχνική δημιουργία και διαφυλάττει την ποιητικότητα. Έτσι λοιπόν, η Μ.Χ. δεν δημιουργεί βάζοντας ρήτρα το φύλο της, αλλά εξελίσσεται μέσα στην παγκόσμια ψυχή.      

Η Μάτση Χατζηλαζάρου  δεν έγραψε απλά ποίηση, έζησε την ποίηση ανήκοντας σε κείνους τους τυχερούς, που έχουν την δυνατότητα να ταξιδέψουν προς την αρμονία. Χρησιμοποίησε σαν κύριο μέσο τον υπερρεαλισμό, χρωματίζοντας τις λέξεις, χρησιμοποιώντας την γλώσσα, όχι σαν εργαλείο και μέσο επικοινωνίας αλλά σαν αποδέκτη και συγχρόνως ως μέσον εκφοράς της αγάπης.

Κι αν αγάπη σημαίνει άγγιγμα, επαφή, τότε ο ορισμός που εμπεριέχεται σ’ όλα τα ποιήματα της αν και κρυμμένος σε σουρεαλιστικά πετάγματα και σε σκιές μοντερνισμού, βοηθά τον εραστή της ποίησης να συμμεριστεί αυτό το θείο όραμα, το θαύμα της «χαρμολύπης», την ταύτιση του απόλυτου με το θείο όπου αυτομάτως γεννιέται η έλλειψη, η απουσία, η νοσταλγία, συναισθήματα που υπάρχουν γιατί έχει προηγηθεί η πληρότητα, η παρουσία, ο φωτεινός έρωτας.

«Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ’ τις παλιές φωτογραφίες/(εκεί που’μαι τόσο απροστάτευτη)- φοβάμαι μη μου φανερωθεί/το προσωπικό μου δράμα».

Η  ερωτική προσμονή δηλώνεται στο έργο της μέσα από μια μεταφυσική ιδιοτυπία. Εργαλείο ο υπερρεαλισμός, στόχος το ονειρικό, το άπιαστο που η ποιήτρια αναγνωρίζει  πως ακόμα κι αν διαφανεί δεν είναι η τελείωση…

«Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή/Σε περιέχω όπως το αραχωβίτικο κιούπι το λάδι/Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει/μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτι/Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθόδερμος/ κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει/τον καλπασμό του αλόγου».

Η Μάτση Χατζηλαζάρου πενθεί. Το πένθος είναι μια εσωτερική διεργασία που συνεισφέρει στην ψυχική ανάπτυξη σε σχέση με το αντικείμενο του έρωτα. Ολοκληρωτικά δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί το εσωτερικό πρόσωπο του άλλου «…πώς να το ζυγώσουμε αυτό το πλάσμα/που χορεύει στα πλάγια εκεί μακριά/τα χέρια όλα τσακίσματα κρατάνε μια φλογέρα/…τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη…» Πάντα κάτι ξεφεύγει αφήνοντας πίσω του την αίσθηση του «χάους», της επικοινωνίας που γίνεται άκαιρη, χωρίς να μπορέσει καν να το προαισθανθεί. Και τότε αρχίζει η διαδικασία του πένθους, απαραίτητη για να απομείνει ένα ψήγμα του άλλου στην καρδιά της ποιήτριας.

«…σ’ αγαπώ  σε σκέπτουμαι  σε γράφω  δεν ξέρω  πια  ν’ ανασάνω  χωρίς

εσένα  η καρδιά μου  δε  με  αφορά  σ’ αγαπώ  αγαπώ  αγαπώ  σε  κοιτάω  πάντα  έρωτα  πως  να  σε  σβύσω  εγώ  που  ακούω  τη  φωνή  σου  εδώ

στην  Ελλάδα  ξέρω  τα  μάτια  σου  και  τα  χέρια  σου  που  λύσανε  τα

λουλούδια  γύρω  απ’  το  λαιμό  μου  για  σένα  τα  είχα  φορεμένα»

Πενθώντας στην ουσία πραγματώνει την ανάμνηση, τη νοσταλγία που γίνεται προέκταση της ποιητικής γλώσσας και σε ακραίες περιπτώσεις φτάνει μέχρι την «θεία μανία». Απ’ αυτήν, κατά τον Σωκράτη, όμως πηγάζουν τα μεγαλύτερα αγαθά, εκείνα που εξυψώνουν την ψυχή και την τοποθετούν στο πεδίο του πνευματικού ευδαιμονισμού. Φτάνοντας σ’ αυτό το επίπεδο, επιτυγχάνεται η ταύτιση του θείου με το ανθρώπινο, η ταύτιση της αθανασίας με τον θάνατο. «Ένα είδος γέλιου ή θάρρους/η ζήση η περιέργεια αχόρταγη/η δυσανασχέτηση μπρος σ’ όποια καταστροφή/που δε θα μ’ άγγιζε εμένα ποτέ/θάνατος ή και γερατειά/ αυτό το γαλάζιο φυλαχτάρι/ καταποντίστηκε μαζί μου/ λίγο μετά τον πόλεμο/όταν αποτραβιόμουνα/ ολοένα και πιο πολύ/όλα γίνανε αλάφιασμα/τοίχος βάραθρο απ’ όπου/ καμιά υποχώρηση δεν έσωνε/ ο εξευτελισμός του φόβου/δεν προσεγγίζει άλλο τίποτε».

Και εδώ βρίσκεται το λεπτό ιδιότυπο σημείο της ποίησης της Μ.Χ. Στο πέρασμα των Συμπληγάδων, όπου η λυπομανία μετατρέπεται σε χαρμολύπη, όπου φωτίζεται  το σκοτάδι, η ερωτική απουσία γεμίζει από την ερωτική αυτοπραγμάτωση και το παρελθόν γίνεται έτσι παρόν.

Έτσι λοιπόν το πένθος, λειτουργεί τελετουργικά στην σχέση ερρωμένου – εραστή, βιώνεται συνεχώς, αναπτύσσεται εν τη απουσία του άλλου, μετατρέπεται σε πόνο που όμως είναι απαραίτητος για τη ζωή. Μέσα από το πένθος η Μ.Χ. ζει, αναπνέει, ερωτεύεται ξανά από την αρχή, συγκινεί και συγκινείται, αυτοπραγματώνεται.«Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω/όλους τους ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου/τα μεράκια, τα ντέρτια-το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,/το κρεμεζί μου το μαντήλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες./Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,/ όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως/και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου/όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου/όταν ζω. Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,/όλες τις μέρες του χρόνου-δικές μου είναι, από τη μιαν/αυγή στην άλλη-με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδιές/ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.»

Η άρνηση του άλλου γίνεται παντοδύναμη ώθηση για την ψυχική διεργασία, την ψυχική διαδρομή η οποία καταλήγει στην συνειδητοποίηση μιας περίεργης ευτυχίας. Ακόμα και ο συγκλονιστικός στίχος «Με εκριζώνεις» λειτουργεί σαν κινητήρια δύναμη στην καλλιέργεια του πάθους. Ο σπαρασσόμενος αποχωρισμός έχει αφήσει πίσω του τον σπόρο που θα βλαστήσει την ίδια ακριβώς στιγμή και θα δώσει τον καρπό ο οποίος και θα θεραπεύσει τον πόνο.

Το νόημα της ποίησης της Μ.Χ. βρίσκεται στην μαγεία της αλήθειας, στην ασυνέχεια του πένθους. Το πένθος διακόπτεται με την θύμηση αλλά την ίδια στιγμή ελλοχεύει για να επαληθεύσει την δημιουργία. Το απειροελάχιστο διάστημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις είναι η αληθινή δημιουργία της ποιήτριας. Η ποίησή της διαβάζεται μέσα από τις παύσεις, τις εναλλαγές πεζού με έμμετρου λόγου, την απόλυτη ασυμβατότητα του χρόνου και του χώρου, την χρησιμοποίηση συμβόλων, την εικόνα που δημιουργεί καθώς χωνεύει τις οσμές που ψηλαφεί με την ακοή, καταπίνει τα χρώματα των τοπίων με το βλέμμα.

Δεν οικτίρεται, δεν κλαίει, μόνο πενθεί για την αυτοχειρία του έρωτα, της εγκατάλειψης για να υποδεχτεί με μεγαλύτερη ζέση την ανάμνηση που την πραγματώνει μέσα της. «Ακούστε πως ανασαλεύει ο έρωτας/τώρα που είναι παραπανήσιος/κι ας αραδιάζω εδώ μονάχα λέξεις/για μένα έχει ακόμα σάρκα/οστά και επιδερμίδα/πως γίνεται της γαρδένιας το πέταλο/όταν μες στα χέρια μας κακοπάθει/έτσι δείχνουν οι πληγές του έρωτα».

Το πένθος δεν εξοστρακίζεται για να σκοτώσει την ποιήτρια. Αντίθετα αφομοιώνεται, σχηματοποιείται μέσα από τις λέξεις και χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη στην αναγκαιότητα της συνέχισης της αγάπης. Διαπράττει υπέρβαση, αυτοδυναμώνεται και εκτοξεύει το πάθος, μέσα όμως από μια συνειδητοποιημένη διαδρομή που το τέλος βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο για τον κάθε αποδέκτη της ποίησης της Μ.Χ. Και αυτή η πολυσημία της υποκειμενικής τελείωσης είναι αυτό που συγκινεί και κάνει την ποίηση της τόσο οικεία. Είναι η ποίηση του καθένα, το πένθος του καθένα, ο έρωτας και το πάθος του καθένα, που λειτουργεί όμως οικουμενικά. Γιατί κάθε σημείο του δυνητικού τέλους αντανακλά συγχρόνως και μια βεβαιότητα της προσωπικής αλήθειας.


Πηγή: Critique.gr  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου