Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Σελιδοδείκτης 08.02.2016


Σελιδοδείκτης 85ος


Henry James
Το Αυθεντικό
μετάφραση: Αντώνης Πέρης
σχέδια: David Lhomme
εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2010

Η απόλυτη παρακμή του αυθεντικού
γράφει ο Βασίλης Πατσογιάννης

Μέσα στους σωρούς της ευπώλητης πεζογραφικής πλημμυρίδας το ολιγοσέλιδο «Αυθεντικό» ξεχωρίζει τόσο για το φροντισμένο της έκδοσης όσο και για την ταυτότητα του συγγραφέα του. Ο Χένρυ Τζαίημς μπορεί για πολλούς να είναι ένας τυπικός εκπρόσωπος του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, παράλληλα, όμως, και δυνάμει της τελευταίας δημιουργικής του περιόδου, είναι ο προπομπός του σαρωτικού μοντερνισμού που θα μεταβάλει μέχρι αποδιαρθρώσεως το μυθιστορηματικό είδος κατά τον 20ό αιώνα. Ενας προπομπός που επισκιάστηκε ίσως από όλα όσα κοσμογονικά προανήγγειλε και επακολούθησαν. Με αυτά τα τελευταία, μείζονα έργα του Τζαίημς -αμετάφραστα ακόμη-, αισθάνεται ο Ελληνας αναγνώστης ότι έχει ανοιχτούς λογαριασμούς.


Στο «Αυθεντικό» διακρίνεται ξεκάθαρα η μετάβαση του συγγραφέα από ένα καθεστώς ευφυούς παρατήρησης του ρεαλιστικού περίγυρου σε αυτό μιας αραχνοΰφαντης επεξεργασίας των αμφισημιών ενός μαιανδρικού ψυχολογισμού -όπως στη «Χρυσή Κούπα», για παράδειγμα-, πράγμα που για άλλους αποτελεί το δυνατό χαρτί και για άλλους ό, τι πιο ανυπόφορο στα ύστερα έργα του Τζαίημς.

Ξεπεσμένη αριστοκρατία
Στο διήγημα, ένας ζωγράφος προσλαμβάνει ως μοντέλα ένα αντρόγυνο ξεπεσμένων αριστοκρατών, ανίκανων για οτιδήποτε άλλο απ' αυτό που είναι, δηλαδή τυπικοί εκπρόσωποι της τάξης τους, του φυσιογνωμικού και χαρακτηρολογικού μύθου που την περιβάλλει, όπως και του τρόπου ζωής της. Καθώς ο ζωγράφος πρέπει να εικονογραφήσει την έκδοση ενός από τα κλασικά μνημεία της αγγλικής λογοτεχνίας, όπου εμπεριέχονται κάποιοι έκτυποι χαρακτήρες αριστοκρατών, το αντρόγυνο φαντάζει στα μάτια του μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για υψηλή έμπνευση. Παραδόξως, τίποτα παρόμοιο δεν θα προκύψει. Η ποιότητα της δουλειάς του ζωγράφου θα είναι απογοητευτική, και δεν θα μετουσιώσει τίποτα από την απτή «πραγματικότητα» που του προσφέρουν τα μοντέλα του.

Μέχρι όμως να φτάσει σ' αυτή την πικρή διατύπωση, θα έχει διανύσει μια ολόκληρη φάση, κυριολεκτικά «εργαστηριακής», παρατήρησης των δύο αριστοκρατών: η συμπεριφορά, οι εμμονές τους, τα άγχη τους, τα ταξικά τους «τικ», η αγωνία τους για μια έκπτωση που έχει ήδη συντελεσθεί, αλλά και η κοινωνική τους προσαρμοστικότητα θα συντελέσουν στην ωρίμανση της καλλιτεχνικής συνείδησης του ζωγράφου. Πολλώ μάλλον από τη στιγμή που θα διαπιστώσει ότι τα πλέον κατάλληλα μοντέλα για την εικονογράφηση των ηρώων του βιβλίου είναι μια κοπέλα του λαού και ένας ουρανοκατέβατος, άξεστος Ιταλός: η ακατέργαστη «πρώτη ύλη» που θα του προσφέρουν με τις πόζες τους τούτοι οι τελευταίοι θα αποδειχθεί προσφορότερη για την καλλιτεχνική αναπαράσταση απ' ό, τι τα «αυθεντικά πρότυπα» των αριστοκρατών.

Η «απάτη»
Πέρα από την κοινωνική παρατήρηση των αριστοκρατικών ηθών, παρούσα μέχρι και το τελευταίο έργο του Τζαίημς, έχουμε τη συμπλοκή της με τη θεματική της καλλιτεχνικής συνείδησης, που, μοιραία, αποδεικνύεται συνείδηση της ίδιας της κοινωνίας και της ζωής. Αναμφίβολα, στο τέλος του 19ου αιώνα η αριστοκρατία δεν μπορούσε να πείσει ούτε καν για την «αυθεντικότητα» της απλής κοινωνικής παρουσίας της, ενώ οι κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις επέβαλλαν ένα νέο γούστο, μια νέα σχέση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι και επαναδιαπραγματευόταν τον ορισμό των κλασικών αξιών. Είμαστε, εξάλλου, στα πρόθυρα της μαζικοεπικοινωνιακής δημοκρατίας του 20ού αιώνα, με τις στρατηγικές των ειδώλων και της ψευδαίσθησης, όπου η αντινομία ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι θα μετέλθει πλέον νεοφανών οργάνων και τεχνικών. Αυτή η αντινομία, όμως, φαίνεται να μας λέει ο συγγραφέας, αυτή η «απάτη» του καλλιτεχνικού «φαίνεσθαι», κραταιότερη από το άμεσο αριστοκρατικό «είναι», δεν είναι μόνο απότοκο μιας εποχής δραματικής μετάβασης, όπως η δική του, αλλά εγγεγραμμένη στην ίδια την καρδιά της τέχνης, δηλαδή αυτού που ο ίδιος εννοούσε ως τέχνη.



Ο Χένρυ Τζαίημς γεννήθηκε το 1843 στη Νέα Υόρκη, αλλά οι γονείς του κατάγονταν από την Ιρλανδία και τη Σκοτία. Ο πατέρας του ήταν διαπρεπής θεολόγος και φιλόσοφος, κι ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Γουίλιαμ, διέπρεψε επίσης στο χώρο της φιλοσοφίας. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη κι αργότερα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Γενεύη, και μπήκε στη νομική σχολή του Χάρβαρντ το 1862. Το 1865 άρχισε να δημοσιεύει κριτικές και διηγήματα σε αμερικανικά περιοδικά. Το 1875, έπειτα από δύο ταξίδια στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έμεινε ένα χρόνο. Εκεί γνώρισε τον Φλωμπέρ, τον Τουργκένιεφ και άλλες προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο Λονδίνο, όπου επιδόθηκε σε έντονη κοσμική ζωή. Το 1898 έφυγε από το Λονδίνο και εγκαταστάθηκε οριστικά στο Σάσεξ. Πέθανε στις αρχές του 1916 στο Λονδίνο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου